Τρίτη 11 Απριλίου 2017

11 Απρίλη 1945 εξεγείρονται οι κρατούμενοι στο Μπούχεβαλντ

Γράφει η Αργυρώ Κραββαρίτη                 http://vathikokkino.gr

 
Στις 11 Απρίλη οι κρατούμενοι στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ εξεγείρονται κατά των δεσμωτών τους. Την εξέγερση οργάνωσαν κομμουνιστές κρατούμενοι και αιχμάλωτοι του Κόκκινου Στρατού, που καθ’ όλη την διάρκεια του εγκλεισμού τους δεν έπαψαν να παλεύουν κατά του ναζισμού, με τη συγκρότηση παράνομης οργάνωσης, τη διενέργεια σαμποτάζ στις γραμμές παραγωγής όπου εργάζονταν με καταναγκαστική εργασία (συχνά υπό τη διεύθυνση μονοπωλιακών ομίλων της Γερμανίας), κλπ.
Οι κρατούμενοι που είχαν εξεγερθεί, κατάφεραν να φτιάξουν ένα μικρό ασύρματο και να ρθουν σε επαφή με την Τρίτη Αμερικανική Στρατιά του Τζορτζ Πάττον ζητώντας βοήθεια. Πράγματι οι αμερικανικές δυνάμεις έφτασαν στο Στρατόπεδο προσφέροντας βοήθεια στους στασιαστές και οι κρατούμενοι απελευθερώνονται.
Υπολογίζεται, ότι όσο λειτουργούσε το στρατόπεδο Μπούχενβαλντ εξοντώθηκαν περίπου 56.000 κρατούμενοι, ενώ πάνω από 2.000 ήταν οι νεκροί («παράπλευρες απώλειες») από αεροπορικό βομβαρδισμό των Αμερικάνων στις 24/4/1944.
Ο Χόρχε Σεμπρούν είναι Ισπανός συγγραφέας, που συμμετείχε στην ισπανική αντίσταση, συνελλήφθη, κλείστηκε στο Μπούχεβαλντ, συμμετείχε στην εξέγερση της 11 Απριλίου και την απελευθέρωση από τους Αμερικανούς.
Στην πολιτική του διαδρομή υπήρξε εκτοπισμένος κομμουνιστής στο Μπούχεβαλντ, στη συνέχεια παράνομος αγωνιστής κατά του φρανκικού καθεστώτος και τέλος υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση Φελίπε Γκονθάλεθ. Μάρτυρας και πρωταγωνιστής των ιστορικών ανατροπών του 20ου αιώνα, μιλάει καθαρά και απερίφραστα: «Έχω περισσότερες αναμνήσεις απ΄ ό,τι αν είχα ζήσει χίλια χρόνια»


 
Μαρτυρία – ντοκουμέντο για την εξέγερση στο Μπούχεβανλντ μέσα απ΄τα βιβλία του Χόρχε Σεμπρούν
ΤΟΠΟΙ ΜΝΗΜΗΣ
Λόγος που εκφώνησε ο Χόρχε Σεμπρούν στα γερμανικά στις 11 Απριλίου του 2010 στο Μπούχενβαλντ

 Στις 11 Απριλίου του 1945, πριν από εξήντα πέντε χρόνια δηλαδή, γύρω στις πέντε η ώρα το απόγευμα, ένα τζιπ του αμερικανικού στρατού εμφανίζεται στην είσοδο του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ.
Δύο άντρες κατεβαίνουν από το όχημα.

Για τον έναν από τους δύο δεν γνωρίζουμε πολλά πράγματα, τα σωζόμενα ντοκουμέντα δεν είναι πολύ σαφή, το μόνο που είναι βέβαιο είναι ότι πρόκειται για πολίτη. Για ποιον λόγο όμως βρισκόταν εκεί, στην εμπροσθοφυλακή της 6ης Μεραρχίας του Τρίτου Τάγματος Στρατού του στρατηγού Πάτον; Τι επαγγέλλεται; Είναι μήπως δημοσιογράφος; Ναι, αυτή είναι η πιο πιθανή εξήγηση• μήπως όμως είναι εμπειρογνώμων ή πολιτικός σύμβουλος κάποιου στρατιωτικού οργανισμού πληροφοριών;
Δεν γνωρίζουμε τίποτα με ακρίβεια.
Κι όμως βρίσκεται εκεί, παρών, στις πέντε η ώρα το απόγευμα εκείνης της αλησμόνητης μέρας, μπροστά στη μνημειώδη κεντρική πύλη του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Βρίσκεται εκεί και συνοδεύει τον δεύτερο επιβάτη του τζιπ.

Το δεύτερο αυτό πρόσωπο, αντιθέτως, έχει ταυτοποιηθεί πλήρως: πρόκειται για έναν ανθυπολοχαγό, έναν αξιωματικό των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών που υπηρετούσε στη Μονάδα Ψυχολογικού Πολέμου του επιτελείου του στρατηγού Ομάρ Ν. Μπράντλεϊ.
Δεν ξέρουμε τι σκέφτηκαν οι δύο Αμερικανοί όταν, κατεβαίνοντας από το τζιπ, αντίκρισαν τη σφυρήλατη επιγραφή πάνω από τα κάγκελα της κεντρικής εισόδου του Μπούχενβαλντ: JEDEM DAS SEINE.
Δεν ξέρουμε εάν πρόλαβαν να συνειδητοποιήσουν το μέγεθος αυτού του τόσο εγκληματικού και αλαζονικού κυνισμού. Μια αποστροφή που αναφερόταν στην ισότητα των ανθρώπων στην είσοδο ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης, στο κατώφλι ενός φονικού τόπου, ενός χώρου αφιερωμένου στην πιο αυθαίρετη και την πιο βάρβαρη αδικία, όπου η μοναδική ισότητα που υπήρχε για τους κρατουμένους ήταν η ισότητα απέναντι στον θάνατο!
Ανάλογος ήταν και ο κυνισμός της ρήσης που επιγραφόταν στην πύλη του Άουσβιτς: ARBEIT MACHT FREI.
Χαρακτηριστικός κυνισμός της ναζιστικής νοοτροπίας.

Δεν ξέρουμε τι σκέφτηκαν αυτοί οι δύο Αμερικανοί εκείνη την ιστορική στιγμή. Γνωρίζουμε όμως ότι έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό, ότι χειροκροτήθηκαν από τους οπλισμένους κρατούμενους που φρουρούσαν την είσοδο του Μπούχενβαλντ. Γνωρίζουμε ότι αποθεώθηκαν σαν ελευθερωτές. Και πράγματι, ήταν.
Δεν ξέρουμε τι σκέφτηκαν, όπως επίσης αγνοούμε τα πάντα σχεδόν για τη ζωή τους, για την προσωπική τους ιστορία, για τις χαρές και τις λύπες τους, για το οικογενειακό τους περιβάλλον, για τα φοιτητικά τους χρόνια, εάν βεβαίως υπήρξαν τέτοια.
Γνωρίζουμε όμως τα ονόματά τους.
Ο πολίτης ονομαζόταν Έγκον Γ. Φλεκ και ο ανθυπολοχαγός Έντουαρτ Α. Τένενμπαουμ.
Ας τα επαναλάβουμε για ακόμη μια φορά, εδώ, στην Appellplatz του Μπούχενβαλντ, εξήντα πέντε χρόνια μετά από την ημέρα εκείνη, σε αυτό το τραγικό μέρος, τα δυο αυτά λησμονημένα σπουδαία ονόματα: ΦΛΕΚ και ΤΕΝΕΝΜΠΑΟΥΜ.

Στο σημείο αυτό, όπου αντηχούσε η βραχνή, εχθρική, επιθετική φωνή του Rapportfiihrer κάθε μέρα της εβδομάδας, ξερνώντας διαταγές και βρισιές, εδώ, όπου αντηχούσε επίσης από τα μεγάφωνα, μερικές φορές τα κυριακάτικα απογεύματα, η θερμή και αισθησιακή φωνή της Ζάρα Λέαντερ με τα αιώνια ερωτικά της τραγουδάκια, εδώ θα επαναλάβουμε με στεντόρεια φωνή, θα τα φωνάξουμε εάν χρειαστεί, τα δύο αυτά ονόματα: ΕΓΚΟΝ Γ. ΦΛΕΚ και ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΤΕΝΕΝΜΠΑΟΥΜ.
Απίθανη ειρωνεία της ιστορίας, απίστευτη εκδίκηση: οι δύο πρώτοι Αμερικανοί που πάτησαν το πόδι τους στην πύλη του Μπούχενβαλντ, εκείνη την 11η Απριλίου του 1945, μαζί με τον απελευθερωτικό στρατό, ήταν δύο Εβραίοι αγωνιστές. Και, επιπλέον, ήταν δύο Αμερικανοί Εβραίοι απόγονοι Γερμανών που είχαν μεταναστεύσει σχετικά πρόσφατα.
(…)
Ας επιστρέφουμε όμως σ’ εκείνη την 11η Απριλίου του 1945. Ας επιστρέφουμε στη στιγμή που ο Έγκον Γ. Φλεκ και ο Έντουαρντ A. Τένενμπαουμ σταματούν το τζιπ τους έξω από την πύλη του Μπσύχενβαλντ.

Εάν ήμουν μερικά χρόνια νεότερος, θα έκανα σίγουρα μια ιστορική έρευνα, μια μυθιστορηματική έρευνα πάνω σε αυτά τα δύο πρόσωπα, μια έρευνα που θα μπορούσε να καταλήξει σ’ ένα βιβλίο με θέμα εκείνη την 11η Απριλίου πριν από μισό αιώνα, μια λογοτεχνική εργασία όπου η μυθοπλασία και η πραγματικότητα θα αλληλοστηρίζονταν και θα αλληλοεμπλουτίζονταν.
Δεν έχω όμως πια τον χρόνο να ριχτώ σε παρόμοια περιπέτεια.
Θα αρκεστώ, επομένως, να θυμίσω ορισμένες φράσεις από ένα έγγραφο που βρίσκεται στα αμερικανικά στρατιωτικά αρχεία, και συγκεκριμένα την Προκαταρκτική έκθεση της 24ης Απριλίου, την οποία συνέταξαν οι Φλεκ και Τένενμπαουμ και έθεσαν υπόψη της στρατιωτικής τους διοίκησης, δύο εβδομάδες μετά την άφιξή τους στο Μπσύχενβαλντ.

«Στο τέρμα του κεντρικού δρόμου», έγραφαν οι δύο Αμερικανοί, «είδαμε μερικές χιλιάδες ρακένδυτους ανθρώπους, φανερά υποσιτισμένους, που περπατούσαν κατευθυνόμενοι προς Ανατολάς κατά στοιχισμένες ομάδες. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν οπλισμένοι και πλαισιώνονταν από επικεφαλής. Ορισμένα αποσπάσματα είχαν γερμανικά πολυβόλα. Άλλοι κουβαλούσαν στον ώμο τους Panzerfausts. Γελούσαν και έδειχναν σημάδια έξαλλης χαράς καθώς βάδιζαν… Ήταν εκτοπισμένοι του Μπούχενβαλντ, καθ’ οδόν προς τη μάχη, τη στιγμή που τα δικά μας τανκς τους προσπερνούσαν με ταχύτητα πενήντα χιλιομέτρων την ώρα».


Το σημαντικότερο ωστόσο, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, από ανθρώπινη όσο και από λογοτεχνική σκοπιά, είναι μία από τις λέξεις που χρησιμοποιήθηκαν στην εν λόγω αναφορά: η γερμανική λέξη Panzerfaust.

Αυτή η Προκαταρκτική έκθεση παρουσιάζει ενδιαφέρον για πολλούς λόγους. Κατά πρώτον, επειδή οι δύο Αμερικανοί, αντικειμενικοί μάρτυρες, επιβεβαιώνουν σαφώς την πραγματικότητα της ένοπλης εξέγερσης που οργανώθηκε από την αντιφασιστική αντίσταση του Μπούχενβαλντ, αντίσταση που αμφισβητήθηκε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου.
Εξυπακούεται πως οι Φλεκ και Τένενμπαουμ συντάσσουν την αναφορά τους στα αγγλικά. Όταν όμως αναφέρονται στο ατομικό αντιαρματικό όπλο που ονομάζεται μπαζούκας σχεδόν σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, και αναμφίβολα στα αγγλικά, καταφεύγουν στον γερμανικό όρο.
Γεγονός που μου επιτρέπει να υποθέσω ότι οι Φλεκ και Τένενμπαουμ κατάγονται από κάποιο πρόσφατο κύμα Γερμανιών μεταναστών. Γεγονός που ανοίγει επίσης ένα νέο κεφάλαιο της μυθιστορηματικής έρευνας που θα ήθελα να κάνω.

Υπάρχει ωστόσο ακόμα ένας λόγος, πιο προσωπικός, που κάνει σημαντική στα μάτια μου τη χρήση της λέξης Panzerfaust, που στην κυριολεξία σημαίνει «αντιαρματική γροθιά». Και είναι επειδή εκείνη την ημέρα του Απρίλη του 1945 βρισκόμουν σ’ εκείνη τη γραμμή που προέλαυνε προς τη Βαϊμάρη, σ’ εκείνη τη γραμμή των έξαλλα χαρούμενων ένοπλων άντρων. Ημουν ένας από εκείνους που κουβαλούσαν τα μπαζούκας.
Ο εκτοπισμένος υπ’ αριθμόν 44904, που έφερε στο στήθος του ένα κόκκινο τρίγωνο όπου ήταν γραμμένο με μαύρο μελάνι ένα «S», τουτέστιν Spanier, Ισπανός, ήμουν εγώ, ένας από τους πασιχαρείς οπλισμένους με μπαζούκας, ή αλλιώς Panzerfaust.

Σήμερα, τόσα χρόνια αργότερα, σε αυτό το τραγικό μέρος της Appellplatz του Μπούχενβαλντ, στο έσχατο όριο μιας ζωής κατεστραμμένων βεβαιοτήτων και ψευδαισθήσεων διατηρημένοι κόντρα στον καιρό, επιτρέψτε μου να αναπολήσω με γαλήνη και αδελφοσύνη εκείνον τον οπλισμένο νεαρό με το μπαζούκας των είκοσι δύο μου χρόνων.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
***********************************************
Χ.Σ.: Το εκπληκτικό με την αναφορά Φλεκ, πέραν του γεγονότος ότι συντάσσεται από δύο Εβραίους, είναι ότι γράφουν αυτή την προκαταρκτική αναφορά αυθόρμητα, χωρίς κανένας να τους το ζητήσει, και μάλιστα επιμένουν: «Είδαμε χιλιάδες εκτοπισμένους να έχουν οπλιστεί». Ωστόσο στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου το γεγονός της εξέγερσης αμφισβητήθηκε συστηματικά. Χαρακτηρίστηκε επινόηση των Γερμανών κομμουνιστών – οι οποίοι είχαν όντως υπερβάλει κάπως αναφερόμενοι στην απελευθέρωση του Μπούχενβαλντ, σαν να μην είχε υπάρξει αμερικανικός στρατός, αλλά μόνο εσωτερική αντίσταση. Προφανώς και πρέπει να είμαστε δίκαιοι: ο αμερικανικός στρατός ήταν αυτός που έφτασε στο Μπούχενβαλντ. Εάν δεν είχε έρθει, η εσωτερική αντίσταση δεν θα τα είχε καταφέρει από μόνη της.

Αναρωτιέμαι ωστόσο τι καταλαβαίνουν σήμερα οι τουρίστες που επισκέπτονται το Μπούχενβαλντ όταν βλέπουν, στη γωνία του αρχαιολογικού λειψάνου του παραπήγματος των αποχωρητηρίων, εκείνο το είδος οδοδείκτη από γκριζωπή πέτρα που λέει: «Σε αυτό το σημείο, στις 11 Απριλίου 1945, η αντιφασιστική στρατιωτική επιτροπή έδωσε το κέλευσμα της εξέγερσης». Ποιος μπορεί να εξηγήσει τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Κανείς! Δεν υπάρχουν πια μάρτυρες. Κατ’ αρχάς πρέπει κάποιος να εξηγήσει ότι τα δημόσια αποχωρητήρια ήταν το καλύτερα προφυλαγμένο μέρος, μιας και εκεί δεν πάταγαν ποτέ οι Ες Ες… Οπότε σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο η στρατιωτική επιτροπή έδωσε το κέλευσμα της εξέγερσης, τη στιγμή που τα μεγάφωνα σήμαιναν «Feind Alarm», συναγερμό δηλαδή εν όψει εχθρικής επίθεσης, και διέταζαν τη φρουρά να αναδιπλωθεί. Τότε η στρατιωτική επιτροπή φώναξε: «Πάνω τους!»
Οι μαχητές εκείνης της στρατιωτικής μονάδας δεν γνώριζαν ότι θα είχαν όπλα στη διάθεσή τους. Εκπαιδευόντουσαν επί χρόνια, κάθε Κυριακή απόγευμα, να διανύουν σε μερικά λεπτά την απόσταση από το τάδε στο δείνα σημείο του στρατοπέδου, με τελικό σκοπό να φτάσουν στον πύργο ελέγχου και να τον καταλάβουν. Αυτός ήταν ο βασικός στόχος, οι ίδιοι όμως δεν γνώριζαν ότι θα είχαν όπλα στη διάθεσή τους, καθώς αυτή η πληροφορία κρατιόταν απολύτως μυστική. Και στις 11 Απριλίου, όταν συγκεντρώθηκαν στο σημείο συνάντησης, είδαν ξαφνικά να έρχονται κι άλλοι εκτοπισμένοι φορτωμένοι όπλα και να τους τα μοιράζουν. Οι τελευταίοι είχαν επιλεγεί βάσει της στρατιωτικής τους πείρας: υπήρχαν αρκετοί που είχαν πολεμήσει στον ισπανικό εμφύλιο, όπως επίσης και αρκετοί πρώην αντάρτες των πόλεων της Γερμανίας κατά τη δεκαετία του ’30, όταν ξεσπούσαν συχνές συγκρούσεις μεταξύ των ναζί και των κομμουνιστών.
Οι κρατούμενοι ήταν επομένως προετοιμασμένοι, νόμιζαν όμως ότι θα επιτίθεντο με ρόπαλα και χειροποίητα όπλα. Κι ενώ έτοιμοι να επιτεθούν έστω κι έτσι, βρίσκονται με όπλα που όχι απλούς δουλεύουν αλλά είναι και πραγματικά σύγχρονα – μεταξύ των οποίων και τα περιβόητα Panzerfaust.
Ούτε κι εγώ ήξερα ότι θα ήμασταν οπλισμένοι. Ήμουν μυημένος στο μυστικό της αντίστασης, των ομάδων και της εκπαίδευσης και γνώριζα ότι θα έπαιρνα μέρος στο δεύτερο κύμα της επίθεσης, δεν ήξερα όμως ότι θα κρατούσα στα χέρια μου ένα Panzerfaust. Μεμιάς λοιπόν η αναφορά Φλεκ- Τένενμπαουμ γίνεται εξαιρετικά μυθιστορηματική, από τη στιγμή που αφηγείται ένα αληθινό περιστατικό. Ακόμη και στις ανακρίβειές του: έγραψαν, για παράδειγμα, ότι ήμασταν χιλιάδες. Μάλλον θα έπρεπε να κάνουν λόγο για μερικές εκατοντάδες, γιατί υπερβάλλουν παρασυρμένοι από τη συναισθηματική φόρτιση της μαρτυρίας, όπως συμβαίνει στην Ιλιάδα του Ομήρου. «Ηταν ήδη πολύ όμορφο το ότι υπήρξαν μερικές εκατοντάδες ένοπλοι εκτοπισμένοι. Στην περιγραφή τους όμως γίνονται λυρικοί, μιλώντας για τα «βλέμματά μας» και την «έξαλλη χαρά μας»…
Φ.Α.: Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι μια ερώτηση που είχε τεθεί στη διάρκεια των γυρισμάτων της Εποχής της σιωπής αναφορικά με την τότε φυσική σας κατάσταση, γιατί, όπως και να το κάνουμε, το να τρέχει κανείς οπλισμένος, έστω και παρασυρμένος από έξαλλη χαρά…
Χ.Σ.: Η επιλογή όσων θα πολεμούσαν είχε γίνει και με κριτήριο τη φυσική κατάσταση του καθενός. Επιπλέον, τους τελευταίους μήνες η παράνομη οργάνωση εξοικονομούσε μία επιπλέον μερίδα σούπας για όσους επρόκειτο να πολεμήσουν, η οποία, βεβαίως, έπρεπε να μοιράζεται διακριτικά, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσήκωνε καβγάδες και θα προκαλούσε ενοχλητικές ερωτήσεις. Οι μαχητές ήταν, συνεπώς, κάπως καλύτερα θρεμμένοι από τους υπόλοιπους.
Το βασικότερο ήταν πως ήμασταν προετοιμασμένοι. Γνωρίζαμε ότι «αυτό» θα συνέβαινε, ότι οι Σύμμαχοι προέλαυναν στη Γερμανία. Ενημερωνόμασταν ώρα με την ώρα για το τι συνέβαινε στον κόσμο χάρη σε ένα πειρατικό ραδιόφωνο που λειτουργούσε εντός του στρατοπέδου. Στο Μπούχενβαλντ πληροφορηθήκαμε την απελευθέρωση του Παρισιού μία ώρα αφότου συνέβη. Φροντίζαμε, βεβαίως, να συγκρατούμε τη χαρά μας. Το μόνο ορατό δείγμα που μαρτυρούσε ότι το είχαμε πληροφορηθεί ήταν πως εκείνη την ημέρα οι Γάλλοι εκτοπισμένοι συμπεριφέρονταν παράξενα την ώρα που έπρεπε να παρουσιαστούν στο προσκλητήριο. Γενικά ήταν οι πιο απείθαρχοι απ’ όλους. Ακόμη και οι Ρώσοι, που κατά τα άλλα ήταν εντελώς ανυπότακτοι, φέρονταν πολύ υπάκουα και παρουσιάζονταν όλοι μαζί συντεταγμένα: επρόκειτο για μια συνήθεια του Κόκκινου Στρατού, όπου κανείς δεν αστειευόταν με την πειθαρχία. Όσο για τους Γάλλους, εκείνοι παρουσιάζονταν ο καθένας ξεχωριστά στο προσκλητήριο και μετά έκαναν την καταμέτρηση από εκεί πάνω• δεν μπορούσες με κανέναν τρόπο να τους κάνεις να ανέβουν στοιχημένοι… Και ξαφνικά, στις 25 Αυγούστου, προς μεγάλη έκπληξη ολόκληρου του στρατοπέδου, παρουσιάστηκαν σε καλοσχηματισμένες σειρές, ανά πέντε, άψογοι, με συντονισμένο βήμα. Προφανώς και γιόρταζαν την απελευθέρωση του Παρισιού, εάν όμως δεν το ήξερες, δεν υπήρχε τρόπος να το μαντέψεις.
Φ.Α.: Και οι Γερμανοί; Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβαν πως οι κρατούμενοι ήταν ενήμεροι;
Χ.Σ.: Προφανώς ναι, οι Γερμανοί δεν ήταν ανόητοι. Έκαναν εξονυχιστικές έρευνες, επιδρομές, συστηματικούς ελέγχους. Μα δεν βρήκαν ποτέ τίποτε. «Ηξεραν επίσης ότι υπήρχαν όπλα, αφού είχαν κάνει φτερά από τις αποθήκες τους. Την ημέρα που οι Αμερικανοί βομβάρδισαν τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις του στρατοπέδου, με εκπληκτική μάλιστα ακρίβεια, παρά κάποιες παράπλευρες απώλειες, οι Γερμανοί διαπίστωσαν ότι ένα τμήμα του βαρέως οπλισμού, συμπεριλαμβανομένων κάμποσων μυδραλιοβόλων, είχαν εξαφανιστεί. Σαφέστατα και κατάλαβαν ότι είχαν κλαπεί από τους εκτοπισμένους, ωστόσο δεν βρήκαν ποτέ τίποτα, παρόλο που έκαναν καθημερινά φύλλο και φτερό όλες τις μονάδες. Οι κρυψώνες ήταν απίθανες.
Από την πλευρά τους ήταν δύσκολο να το παραδεχτούν. Ηταν αδύνατον να στείλει ο επικεφαλής των Ες Ες του στρατοπέδου αναφορά στο Βερολίνο παραδεχόμενος ότι οι εκτοπισμένοι ήταν οπλισμένοι. Αυτό θα σήμαινε άμεση μετάθεσή του στο ανατολικό μέτωπο ως τιμωρία. Προκειμένου να διατηρήσει την ηρεμία του στα μετόπισθεν, ήταν προτιμότερο να αποσιωπήσει το γεγονός της απώλειας. Οι υπεύθυνοι του στρατοπέδου ήταν άρα σίγουρα ενήμεροι για την κλοπή, ταυτόχρονα όμως βρίσκονταν σε θέση τρομερής αδυναμίας: θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι πανικοβλήθηκαν, ότι εγκατέλειψαν τα πόστα τους χάνοντας έτσι τα μυδραλιοβόλα, πράγμα που θα είχε ως αποτέλεσμα την τιμωρία τους.
Ηταν μια πονηρή παγίδα. Με τον ίδιο τρόπο, στο εργοστάσιο παραγωγής αυτόματων όπλων, η παραγωγή ήταν πολύ χαμηλή και οι γερμανικές στατιστικές έδειχναν ότι κατά κανόνα το 75% των καραμπινών αχρηστεύονταν μετά από δύο-τρεις εβδομάδες χρήσης, καθότι ήταν σαμποταρισμένες. Πώς θα μπορούσαν όμως να ομολογήσουν το σαμποτάζ; Θα τους εκτελούσαν πάραυτα.
Την περίοδο 1947-1948 ασκήθηκε σκόπιμη δίωξη κατά των Φλεκ και Τένενμπαουμ, κατηγορώντας τους ότι επινόησαν πλήρους αυτή την ιστορία της ένοπλης εξέγερσης. Εγώ όμως τα είδα αυτά τα όπλα! To Panzerfaust το έπιασα στα χέρια μου. Η αναφορά τους δεν δημοσιεύτηκε, γιατί, στο ψυχροπολεμικό πλαίσιο που είχε μόλις εγκαθιδρυθεί, ήταν πολύ επίφοβο να εξάρει κανείς την πειθαρχία και το θάρρος που επέδειξε μια παράνομη κομμουνιστική οργάνωση… Η αναφορά του Ρόζενμπεργκ για το στρατόπεδο, που είναι η καλύτερη και πληρέστερη αναφορά για το θέμα, παρέμεινε καταχωνιασμένη μέχρι το 1995! Κι αυτό γιατί μέχρι τότε δεν γινόταν να ειπωθεί δημοσίως ότι οι κομμουνιστές είχαν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στο Μπούχενβαλντ, όπως προκύπτει από τα συμπεράσματά του.
Εντέλει, άμα γεράσω, θα μπορώ να γίνω ξεναγός στο Μπούχενβαλντ… Θα εξασφαλίσω σίγουρη σύνταξη! Θα συνταξιοδοτηθώ στα ενενήντα τέσσερα μου χρόνια αντί στα εξήντα δύο, εάν δουλέψω ως ξεναγός εκεί.
«Πατρίδα μου είναι ο λόγος», Χόρχε Σεμπρούν , εκδόσεις Εξάντας
**************

 «Εγώ ανήκα ακριβώς σ’ ένα από εκείνα τα αποσπάσματα που ήταν οπλισμένα με μπαζούκας. μιας και πρέπει να υποδείξω αυτό το αντιαρματικό εργαλείο -ένα φορητό ρουκετοβόλο— με το αμερικανικό του όνομα.
Οι οπλισμένες με μπαζούκας ομάδες μάχης —ο Φλεκ και ο Τένενμπαουμ αγνοούσαν, βέβαια, αυτή τη λεπτομέρεια— αποτελούσαν το δεύτερο κύμα εφόδου του στρατιωτικού μηχανισμού των κρατουμένων του Μπούχενβαλντ, και είχαν αναλάβει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους όλα τα παρατηρητήρια κατά μήκος της ηλεκτροφόρας περίφραξης, όπως και του χαμηλού κτιρίου στην είσοδο του στρατοπέδου.

Στο πρώτο κύμα, οπλισμένο με οπλοπολυβόλα και μυδραλιοβόλα, συμμετείχαν μόνο επιδέξιοι μαχητές, με αδιαμφισβήτητη στρατιωτική πείρα. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν παλαιότερα στις Διεθνείς Ταξιαρχίες του Ισπανικού Εμφυλίου. Γάλλοι της 14ης, μεταξύ των οποίων και ο φίλος μου Φερνάν Μπαριζόν. Γερμανοί της Τέλμαν. Ιταλοί της Γκαριμπάλντι. Και ούτω καθεξής. Όσο για τους Πολωνούς της Ντομπρόφσκι, αυτοί πλαισίωναν τους νεαρούς αντάρτες που είχαν επιλέξει να ακολουθήσουν τους δρόμους της εκκένωσης.
Τον πυρήνα των πρώην μελών των Διεθνών Ταξιαρχιών πλαισίωναν μαχητές απ’ όλη την Ευρώπη: διασωθέντες από το Γκλιέρ ή το Βερκόρ, από τον ανταρτοπόλεμο στα βουνά της Σλοβακίας, στα δάση των Καρπαθίων, στη ρωσική απεραντοσύνη.
Το δεύτερο κύμα ήμασταν εμείς, οι οπλισμένοι με μπαζούκας.

Βέβαια, στην αρχή της επιχείρησης, όταν οι παράνομες ομάδες κρούσης συγκεντρώθηκαν σε διάφορα σημεία του στρατοπέδου και παρέλαβαν όπλα, κρυμμένα μέχρι τότε’ όταν έλαβαν τη διαταγή να εφορμήσουν στα παρατηρητήρια και το κάθε απόσπασμα ήξερε τη διαδρομή του, τον στόχο του κάθε μαχητής ήξερε πόσα λεπτά θα χρειαζόταν για να φτάσει εκεί που έπρεπε: όλα είχαν επαναληφθεί σχολαστικά, η κάθε διαδρομή, η κάθε κίνηση, αλλά χωρίς όπλα, εννοείται, μέσα στο ανώνυμο, εξουθενωμένο πλήθος των κυριακάτικων απογευμάτων-, τη στιγμή, λοιπόν, που οι ομάδες μάχης εφορμούσαν, δεν υπήρχε από ένα όπλο -μπαζούκα, πολυβόλο ή μυδραλιοβόλο, αδιάφορο- για τον καθένα μας. Αν θυμάμαι καλά, θα πρέπει να υπήρχαν το πολύ δύο όπλα ανά δέκα άνδρες.
Οι υπόλοιποι οκτώ, άοπλοι, κινήθηκαν με την ίδια ορμή, έτοιμοι να μαζέψουν τα όπλα των νεκρών και των τραυματιών, έτοιμοι να οπλιστούν από τις αποθήκες των στρατώνων των Ες Ες, που ελπίζαμε ότι τις είχαν εγκαταλείψει.

Και, πράγματι, έτσι ήταν. Βρήκαμε εκεί αρκετά όπλα για να εξοπλιστούμε πλήρως, πριν βαδίσουμε προς τη Βαϊμάρη ακολουθώντας τον δρόμο που είχε ανοιχτεί μέσα από το δάσος με τις οξιές,* εκεί όπου συναντήσαμε χωρίς να το ξέρουμε το τζιπ του Ήγκον Γ. Φλεκ και του Έντουαρντ Α. Τένενμπαουμ.
Αλλά αυτό δεν θα πρέπει να διήρκεσε πολύ: τούτη η τυχαία συνάντηση ήταν αναγκαστικά στιγμιαία.

«Ασκήσεις Επιβίωσης «, Χόρχε Σομπρούν, Eκδόσεις Πόλις
************

Την προηγουμένη, κατά το μεσημέρι, είχε ηχήσει η σειρήνα του συναγερμού. «Feindalarm, Feindalarm!» φώναζε μια βραχνή, πανικόβλητη φωνή στο κύκλωμα των μεγαφώνων. Άκουγα με εδώ και μερικές μέρες το σήμα αυτό, από τότε που η ζωή του στρατοπέδου είχε παραλύσει, καθώς ζύγωναν οι τεθωρακισμένες προφυλακές του στρατηγού Πάττον.
Δεν είχε πια αναχωρήσεις, την αυγή, για τα εξωτερικά κομάντο. Τελευταίο γενικό προσκλητήριο κρατουμένων την 3η Απριλίου. Δεν είχε πια δουλειά, εκτός από τις εσωτερικές εργασίες συντήρησης. Στο Μπούχενβαλντ επικρατούσε μια συγκρατημένη αναμονή. Η διοίκηση των SS είχε ενισχύσει την επιτήρηση, είχε διπλασιάσει τις φρουρές στα παρατηρητήρια. Οι περίπολοι γίνονταν ολοένα και πιο συχνές στο διάδρομο περιπολίας, έξω από τον περίβολο των ηλεκτροφόρων συρματοπλεγμάτων.
Μια βδομάδα έτσι, στην αναμονή. Ο θόρυβος της μάχης ζύγωνε.

Στο Βερολίνο είχαν αποφασίσει να εκκενωθεί το στρατόπεδο, αλλά η διαταγή εκτελέστηκε μόνο εν μέρει. Η παράνομη διεθνής επιτροπή οργάνωσε αμέσως παθητική αντίσταση. Οι κρατούμενοι δεν παρουσιάζονταν στα προσκλητήρια, που προορίζονταν να τους συγκεντρώσουν για αναχώρηση. Στέλνονταν τότε αποσπάσματα SS μέχρι τα τρίσβαθα του στρατοπέδου, οπλισμένοι ως τα δόντια μα φοβισμένοι από την απεραντοσύνη του στρατοπέδου. Από το αποφασισμένο και ασύλληπτο πλήθος των δεκάδων χιλιάδων ικανών ακόμα ανθρώπων. Οι SS πυροβολούσαν μερικές φορές στα τυφλά, για ν’ αναγκάσουν τους κρατουμένους να συναχθούν στο χώρο του προσκλητηρίου.
Πώς, όμως, να τρομοκρατήσεις ένα ανθρωπομάνι, που το έχει κάνει αποφασισμένο η απελπισία, ένα ανθρωπομάνι που βρίσκεται πέρα από το κατώφλι του θανάτου;

Από τους πενήντα χιλιάδες κρατουμένους του Μπούχενβαλντ, οι SS κατόρθωσαν να εκκενώσουν μόλις τους μισούς: τους πιο αδύναμους, τους πιο ηλικιωμένους, τους λιγότερο οργανωμένους. Ή πάλι εκείνους που, όπως οι Πολωνοί, είχαν συλλογικά προτιμήσει την περιπέτεια κατά τις μετακινήσεις της εκκένωσης από την αναμονή μιας αβέβαιης μάχης. Από μια πιθανή σφαγή της τελευταίας στιγμής. Ήταν γνωστό ότι στο Μπούχενβαλντ είχαν καταφτάσει ειδικές μονάδες SS εξοπλισμένες με φλογοβόλα.
Δεν θα διηγηθώ τη ζωή μας, δεν έχω καιρό. Ή τουλάχιστον, δεν έχω καιρό να υπεισέλθω σε λεπτομέρειες, που αποτελούν το άλας της αφήγησης. Γιατί οι τρεις αξιωματικοί με βρετανική στολή είναι εκεί, φυτεμένοι θαρρείς μπροστά μου, με τα μάτια πεταγμένα έξω.
Δεν ξέρω τι περιμένουν, αλλά είναι αποφασισμένοι.

Στις 11 Απριλίου, λοιπόν, την προηγουμένη, συνοπτικά και για να τελειώνουμε, λίγο πριν από το μεσημέρι είχε ηχήσει η σειρήνα του συναγερμού, διακεκομμένα και κοφτά μουγκρητά, που επαναλαμβάνονταν διαπεραστικά.
«Feindalarm, Feindalarm!»
Προ των πυλών ήταν ο εχθρός: η ελευθερία.

Οι ομάδες μάχης συγκεντρώθηκαν τότε στα σημεία, που είχαν οριστεί εκ των προτέρων . Στις τρεις το μεσημέρι, η παράνομη στρατιωτική επιτροπή διέταξε να περάσουμε στη δράση.
Ξαφνικά εμφανίστηκαν τα παιδιά, με αγκαλιές γεμάτες όπλα. Αυτόματα, οπλοπολυβόλα, μερικές χειροβομβίδες με χειρολαβή, αυτόματα πιστόλια, μπαζούκας, αφού δεν υπάρχει άλλη λέξη για το αντιαρματικό αυτό όπλο. Panzerfaust, στα γερμανικά. Όπλα κλεμμένα από τους στρατώνες των SS, κυρίως κατά τις ώρες της αναστάτωσης, που προκάλεσαν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί του Αυγούστου 1944. Ή που εγκατέλειψαν οι φρουρές στα τραίνα, που μας έφερναν τους επιβιώσαντες Εβραίους του Άουσβιτς, μέσα στο καταχείμωνο. ‘Η που βγήκαν σε αποσυναρμολογημένα κομμάτια από τα εργοστάσια Γκούστλοφ και συναρμολογήθηκαν αργότερα, στα παράνομα εργαστήρια του στρατοπέδου.
Όπλα, που συγκεντρώσαμε υπομονετικά στο διάβα των αργόσυρτων ετών για την απίθανη τούτη μέρα: τη σημερινή.
Η ομάδα εφόδου των Ισπανών είχαμε συναχτεί σε μια πτέρυγα του ισογείου του συγκροτήματος 40, του δικού μου. Στο δρομάκι, ανάμεσα στο συγκρότημα αυτό και στο 34 των Γάλλων, εμφανίστηκε με βήμα ταχύ ο Παλαθόν, συνοδευόμενος από κείνους που κουβαλούσαν τα όπλα.
— Grupos, a formar! ούρλιαξε ο Παλαθόν, που ήταν στρατιωτικός υπεύθυνος των Ισπανών.

Πηδήξαμε έξω από τ’ ανοιχτά παράθυρα, ουρλιάζοντας κι εμείς.
Ο καθένας μας ήξερε ποιο όπλο προοριζόταν γι’ αυτόν, ποιον δρόμο να πάρει, ποιο αντικειμενικό στόχο να πετύχει. Αοπλοι, ανακατωμένοι με το βλοσυρό, πεινασμένο, αποπροσανατολισμένο ανθρωπομάνι τα κυριακάτικα απομεσήμερα, είχαμε ήδη επαναλάβει αυτές τις κινήσεις, είχαμε διατρέξει αυτήν τη διαδρομή: η φόρα μας είχε γίνει αντανακλαστική.

Στις τρεις και τριάντα το μεσημέρι, ο πύργος ελέγχου και τα παρατηρητήρια είχαν καταληφθεί. Ο Γερμανός κομμουνιστής Χανς ‘Αιντεν, από τους αρχαιότερους του Μπούχενβαλντ, μίλησε στους κρατούμενους από τα μεγάφωνα του στρατοπέδου.
Αργότερα, βαδίσαμε ένοπλοι κατά τη Βαϊμάρη. Όταν νύχτωσε, μας πρόφτασαν στο δρόμο τα τεθωρακισμένα του Πάττον. Τα πληρώματα τους ανακάλυπταν, κατάπληκτοι στην αρχή, περιχαρείς έπειτα από τις εξηγήσεις μας, αυτές τις παράξενες συμμορίες, αυτούς τους παράξενους κουρελιάρηδες στρατιώτες. Ανταλλάξαμε λόγια αναγνώρισης σ’ όλες τις γλώσσες της γηραιάς Ευρώπης, πάνω στο λόφο Έττερσμπεργκ.
Κανένας μας, ποτέ, δεν είχε τολμήσει να ονειρευτεί κάτι τέτοιο. Κανένας δεν ήταν αρκετά ζωντανός για να ονειρευτεί, για ν’ αποτολμήσει να φανταστεί ένα μέλλον. Κάτω απ’ το χιόνι στα προσκλητήρια, καθώς ευθυγραμμισμένοι ολόισια κατά χιλιάδες παρευρισκόμασταν στον απαγχονισμό ενός συντρόφου, κανένας μας δεν είχε τολμήσει να φτάσει αυτό το όνειρο μέχρι το τέρμα του: μια νύχτα, ένοπλοι, να βαδίζουμε κατά τη Βαϊμάρη.
Να επιβιώσουμε απλώς, έστω και στερημένοι, κουτσουρεμένοι, καταβεβλημένοι, ήταν ήδη ένα παλαβούτσικο όνειρο.

Αληθινά, κανένας δεν είχε τολμήσει να κάνει αυτό το όνειρο. Κι όμως, ήταν ξαφνικά σαν όνειρο: ήταν αλήθεια.
Γελούσα, ήμουνα ζωντανός κι αυτό μ’ έκανε να γελώ.

«Γραφή ή ζωή», Χόρχε Σεμπρούν, εκδόσεις Εξάντας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου