γράφει η Αργυρώ Κραββαρίτη
Έναν αιώνα
ακριβώς μετά το διάταγμα του αναδασμού των γαιών που εισηγήθηκε ο Αρτίγας, ο
Εμιλιάνο Ζαπάτα έθεσε σ'εφαρμογή, στη δική του ελεγχόμενη επαναστατική ζώνη,
στα νότια του Μεξικού, μια σημαντική αγροτική μεταρρύθμιση.
Πέντε
χρόνια νωρίτερα, ο δικτάτορας Πορφίριο Ντίας είχε γιορτάσει με μεγάλες παράτες
την πρώτη εκατονταετηρίδα της "κραυγής του Ντολορές". Το επίσημο Μεξικό των κυρίων με τις
ρεντιγκότες είχε πλήρη μεσάνυχτα απ'το πραγματικό Μεξικό, του οποίου η
εξαθλίωση τροφοδοτούσε τα χρονικά του. Μες στη Δημοκρατία των παρίας, τα
εισοδήματα των εργατών δεν είχαν αυξηθεί μήτε ένα σένταβο απ’ την ιστορική
εξέγερση του παππα-Μιγέλ Χιδάλγο.
Στα 1910, οχτακόσιοι και παραπάνω μεγαλοϊδιοκτήτες, πολλοί απ'τους οποίους ήτανε ξένοι, είχαν στη κατο χή τους ολάκερη σχεδόν την εθνική επικράτεια. Ήτανε κύριοι της πόλης, που ζούσαν στην πρωτεύουσα ή στην Ευρώπη και επισκέπτονταν πότε πότε τα κτήματά τους, όπου κοιμόντουσαν αμπαρωμένοι πίσω από ψηλά τείχη κατάμαυρης πέτρας και προφυλαγμένοι από ισχυρά αντερείσματα. Από την άλλη πλευρά των τειχών, μέσα στις κουαντρίγιας, οι μεροκαματιάρηδες στοιβάζονταν μες σε καλύβια από αχυροπηλό. Σ'ένα πληθυσμό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, τα δώδεκα εκατομμύρια δούλευαν για τους λατιφουντίστες. Το μεροκάματο το καταβρόχθιζε τελείως σχεδόν η τιέντα ντε ράγια, το μαγαζί απ'όπου αγόραζαν σε μυθώδεις τιμές μαυροφάσουλα, αλεύρι και κρασί. Ο εργάτης ξαναγύριζε στη φυλακή, στο στρατόπεδο και στο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας για να καταπολεμήσει τα φυσικά κουσούρια των Ινδιάνων, οι οποίοι, σύμφωνα με τα λόγια ενός μέλους μιας διακεκριμένης οικογένειας της εποχής, γεννούσαν "τεμπέληδες, μπεκρήδες και κλέφτες". Εξαναγκασμένος να δουλεύει μέσα στην ασιέντα για να πληρώνει χρέη που μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γιο ή, δεμένος με νόμιμο συμβόλαιο, ήταν πραγματικός σκλάβος μες στις φυτείες κανάβεως του Γιουκατάν, ή καπνού της Εθνικής Κοιλάδας, στις εμπορικές επιχειρήσεις των συνόρων ή στα οπωροκηπευτικά του Τσιάπας και του Ταμπάσκο, μες στις φυτείες καουτσούκ, καφέ, ζαχαροκάλαμου, καπνού καθώς και στα οπωροκηπευτικά της Βερακρούζ, της Οασάκα και του Μορέλος. Ο βορειοαμερικάνος συγγραφέας Τζον Κένεθ Τάρνερ έχει καταγγείλει, σε μια συγκλονιστική καταγραφή της επίσκεψής του:’’ ... τις ΗΠΑ (οι οποίες), πρακτικά, μεταμόρφωσαν τον Πορφίριο Ντίαζ σε πολιτικό δούλο και, κατά συνέπεια, έκαναν το Μεξικό αποικία σκλάβων". Τα βορειο-αμερικάνικα κεφάλαια αντλούσαν, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστικούς πόρους απ'το σύνδεσμό τους με τη δικτατορία. Ο "εξαμερικανισμός του Μεξικού, για τον οποίο τόσο κομπάζει η Γουόλ Στρήτ, έλεγε ο Τάρνερ, πραγματοποιείται σάμπως να επρόκειτο για εκδίκηση".
Στα 1910, οχτακόσιοι και παραπάνω μεγαλοϊδιοκτήτες, πολλοί απ'τους οποίους ήτανε ξένοι, είχαν στη κατο χή τους ολάκερη σχεδόν την εθνική επικράτεια. Ήτανε κύριοι της πόλης, που ζούσαν στην πρωτεύουσα ή στην Ευρώπη και επισκέπτονταν πότε πότε τα κτήματά τους, όπου κοιμόντουσαν αμπαρωμένοι πίσω από ψηλά τείχη κατάμαυρης πέτρας και προφυλαγμένοι από ισχυρά αντερείσματα. Από την άλλη πλευρά των τειχών, μέσα στις κουαντρίγιας, οι μεροκαματιάρηδες στοιβάζονταν μες σε καλύβια από αχυροπηλό. Σ'ένα πληθυσμό δεκαπέντε εκατομμυρίων ανθρώπων, τα δώδεκα εκατομμύρια δούλευαν για τους λατιφουντίστες. Το μεροκάματο το καταβρόχθιζε τελείως σχεδόν η τιέντα ντε ράγια, το μαγαζί απ'όπου αγόραζαν σε μυθώδεις τιμές μαυροφάσουλα, αλεύρι και κρασί. Ο εργάτης ξαναγύριζε στη φυλακή, στο στρατόπεδο και στο σκευοφυλάκιο της εκκλησίας για να καταπολεμήσει τα φυσικά κουσούρια των Ινδιάνων, οι οποίοι, σύμφωνα με τα λόγια ενός μέλους μιας διακεκριμένης οικογένειας της εποχής, γεννούσαν "τεμπέληδες, μπεκρήδες και κλέφτες". Εξαναγκασμένος να δουλεύει μέσα στην ασιέντα για να πληρώνει χρέη που μεταβιβάζονταν από πατέρα σε γιο ή, δεμένος με νόμιμο συμβόλαιο, ήταν πραγματικός σκλάβος μες στις φυτείες κανάβεως του Γιουκατάν, ή καπνού της Εθνικής Κοιλάδας, στις εμπορικές επιχειρήσεις των συνόρων ή στα οπωροκηπευτικά του Τσιάπας και του Ταμπάσκο, μες στις φυτείες καουτσούκ, καφέ, ζαχαροκάλαμου, καπνού καθώς και στα οπωροκηπευτικά της Βερακρούζ, της Οασάκα και του Μορέλος. Ο βορειοαμερικάνος συγγραφέας Τζον Κένεθ Τάρνερ έχει καταγγείλει, σε μια συγκλονιστική καταγραφή της επίσκεψής του:’’ ... τις ΗΠΑ (οι οποίες), πρακτικά, μεταμόρφωσαν τον Πορφίριο Ντίαζ σε πολιτικό δούλο και, κατά συνέπεια, έκαναν το Μεξικό αποικία σκλάβων". Τα βορειο-αμερικάνικα κεφάλαια αντλούσαν, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστικούς πόρους απ'το σύνδεσμό τους με τη δικτατορία. Ο "εξαμερικανισμός του Μεξικού, για τον οποίο τόσο κομπάζει η Γουόλ Στρήτ, έλεγε ο Τάρνερ, πραγματοποιείται σάμπως να επρόκειτο για εκδίκηση".
Στα 1845,
οι ΗΠΑ είχαν προσαρτήσει τα μεξικάνικα εδάφη του Τέξας και της Καλιφόρνια, όπου
είχαν έγκατα στήσει τη δουλεία στο όνομα του πολιτισμού. Στον πόλεμο εκείνο, το
Μεξικό έχασε ’ακόμη πλείστα όσα απ'τα σημερινά αμερικάνικα Κράτη: το Κολοράντο,
την Αριζόνα, το Νέο Μεξικό, τη Νεβάδα, τη Γιούτα. Παραπάνω απ’τη μισή χώρα. Τα
εδάφη που άρπαξαν ισοδύναμούσαν με τη σημερινή έκταση της Αργεντινής.
"Δυστυχισμένο Μεξικό!, λένε από τότε. Τόσο μακριά απ'το Θεό και τόσο κοντά
στις Ηνωμένες Πολιτείες." Ό,τι απέμενε απ'τη χώρα, υπόμεινε στη συνέχεια
την εισβολή των βορειοαμερικάνικων επεν-δύσεων στο χαλκό, το πετρέλαιο, το
καουτσούκ, τη ζάχαρη, στις τράπεζες και τις μεταφορές. Μια θυγατρική εταιρία
της Στάνταρ Όιλ, η Αμέρικαν Κόρτατζ
Τραστ, δεν ήταν άσχετη με την εξόντωση των Ινδιάνων Μάγιας και Γιάκις
στις φυτείες κανάβεως του Γιουκατάν, πραγματικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου
οι άντρες και τα παιδιά αγοράζονταν και πουλιώνταν σάμπως να ήταν μουλάρια,
γιατί η επιχείρηση αγόραζε παραπάνω απ'τη μισή ποσότητα της παραγωγής κι ήθελε
ν'αποκτά το νήμα σε φτηνή τιμή. Μερικές φορές, η εκμετάλλευση των σκλάβων
εργατών ήταν άμεση. Ένας βορειοαμερικάνος επιστάτης επικεφαλής αφηγήθηκε στον
Τάρνερ ότι επλήρωνε τις μερίδες των στρατολογημένων μεροκαματιάρηδων πενήντα
πέζος το κεφάλι, "και τους κρατάμε όσο αντέξουν... Σε λιγότερο από τρεις
μήνες, έχουμε θάψει από δαύτους παραπάνω απ’ τους μισούς".
Στα 1910,
έφτασε η ώρα της εκδίκησης. Το Μεξικό ξεσηκώθηκε κι άρπαξε τα όπλα ενάντια στον
Πορφίριο Ντίαζ. Τότε, επικεφαλής της εξέγερσης στο Νότο, ήταν ένας ηγέτης που
είχε ταχθεί υπέρ της αγροτικής μεταρρύθμισης: ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο πιο αγνός
απ' τους ηγέτες της επανάστασης, ο πλέον αφοσιωμένος στην υπόθεση των φτωχών, ο
φλογερότερος στην επιθυμία του για κοινωνική απολύτρωση.
Οι
τελευταίες δεκαετίες του ΧΙΧου αιώνα υπήρξαν χρόνια άγριας σκύλευσης των
ντόπιων κοινοτήτων. Τα χωριά και οι κωμοπόλεις της Επαρχίας Μορέλος είχαν
υποστεί τη λυσσαλέα εκδίωξη απ' τα χωράφια-τους και τα νερά-τους κι είχαν
αποχωριστεί τα μπράτσα-τους που τα κατάπιναν ανελέητα οι φυτείες στην
εξάπλωσή-τους. Οι ασιέντας της ζάχαρης κυριαρχούσαν στη ζωή του έθνους κι η
άνθισή- τους είχε δημιουργήσει μεγάλα και σύγχρονα διυλιστήρια καθώς και
σιδηροδρομικά δίκτυα για τη μεταφορά της ζάχαρης. Στην κοινότητα Ανενεκουίλκο,
όπου ζούσε ο Ζαπάτα κι όπου ανήκε ψυχή και σώμα, οι στερημένοι χωρικοί
διεκδικούσαν επί εφτά αιώνες αδιάκοπης δουλειάς το έδαφός-τους: ζούσαν εκεί
πολύ πριν απ' την άφιξη του Κορτές. Όσοι απ' αυτούς παραπονιόντουσαν με δυνατή
φωνή, ξαποστέλνοντσν στα στρατόπεδα καταναγκαστικών έργων του Γιουκατάν. Όπως
και στην Επαρχία Μορέλος, της οποίας τα εύφορα χώματα βρίσκονταν στα χέρια δεκαεφτά
ιδιοκτητών, οι εργάτες ζούσαν πολύ πιο άσχημα απ' τα άλογα του πόλο που τα
στόλιζαν οι κύριοί-τους μες στους πολυτελείς στάβλους-τους. Ένας νόμος του 1909
αποφάσισε ν’ αφαιρέσει καινούργιες περιοχές απ’ του τους νόμιμους ιδιοκτήτες
τους, πράγμα που πυράκτωσε τις ήδη πυρετικές αντιθέσεις. Ο Εμιλιάνο Ζαπάτα, ο
λιγόλογος καβαλάρης, που είχε τη φήμη του καλύτερου δαμαστή της Επαρχίας και
τον σέβονταν όλοι ανεξαίρετα για την τιμιότητά-του και το θάρρος-του, έγινε
αντάρτης. "Κολλημένοι στην ουρά του αλόγου του Ζαπάτα, του αρχηγού
τους", οι άντρες του Νότου σχημάτισαν γρήγορα έναν απελευθερωτικό στρατό.
Ο Πορφίριο
Ντίας ανατράπηκε κι ήρθε στην εξουσία ο Φρανσίσκο Μαδέρο, που τον ανέδειξε η
επανάσταση. Οι υποσχέσεις για αγροτική μεταρρύθμιση δεν άργησαν να διαλυθούν
μέσα σ' ένα νεφέλωμα θεσμοθετημάτων. Τη μέρα του γάμου-του, ο Ζαπάτα χρειάστηκε
να διακόψει την τελετή: η κυβέρνηση είχε στείλει τα στρατεύματα του στρατηγού
Βικτοριάνο Χουέρτα για να τον συντρίψουν. Ο ήρωας είχε γίνει
"ληστής", "συμμορίτης" όπως έλεγαν οι σοφολογιώτατοι της
πόλης. Το Νοέμβρη του 1911, ο Ζαπάτα διακήρυξε το πρόγραμμά του της Αγιάλα, ενώ
ταυτόχρονα κοινοποιούσε: "Είμαι διατεθειμένος ν' αγωνιστώ ενάντια σε όλα
και σε όλους". Το πρόγραμμα βεβαίωνε: "Η τεράστια πλειοψηφία των
χωρικών και των μεξικανών πολιτών δεν είναι κύριοι μήτε καν της γης που
πατούν", κήρυττε την εθνικοποίηση των αγαθών των εχθρών της επανάστασης,
την επανάκτηση της νόμιμης κατοχής των γαιών που είχε σφετερισθεί η
χιονοστιβάδα των λατιφούντιων και η απαλλοτρίωση του ενός τρίτου των γαιών-τους
από τους άλλους ιδιοκτήτες. Το πρόγραμμα της Αγιάλα αποκαλύφθηκε πως είναι ένας
ακαταμάχητος μαγνήτης χιλιάδων και χιλιάδων χωρικών πίσω από τον αρχηγό των
αγροτών. Ο Ζαπάτα κατάγγειλε την "αισχρή υποκρισία" να περιοριστούν
όλα σε μιαν απλή αλλαγή προσώπων στην κυβέρνηση: δεν ήταν γι' αυτό που έκαναν
την επανάσταση.
Ο αγώνας θα
κρατήσει κοντά δέκα χρόνια. Ενάντια στον Ντίας, ενάντια στον Μαδέρο, κατόπιν
στον Χουέρτα το δολοφόνο και, αργότερα, ενάντια στον Βενουστιάνο Καρράντσα. Η
μακρά τούτη πολεμική περίοδος σημαδεύτηκε κι από τις συνεχείς επεμβάσεις των
βορειο-αμερικανών: οι στόλοι είχαν στο ενεργητικό τους δύο αποβάσεις και πλήθος
βομβαρδισμούς, οι πράκτορες της διπλωματίας εξύφαναν πλείστες όσες πολιτικές
συνωμοσίες κι ο πρεσβευτής Χένρυ Λέην Ουίλσον οργάνωσε με επιτυχία τη δολοφονία
του προέδρου Μαδέρο και του αντιπροέδρου του. Οι αλλεπάλληλες αλλαγές στην
εξουσία δε μετέβαλαν σε τίποτε τη λύσσα των επιθέσεων ενάντια στον Ζαπάτα και
τους άντρες του, όσο αποτελούσαν την
απροκάλυπτη έκφραση της πάλης των τάξεων σ' αυτή καθαυτή την ουσία της εθνικής
επανάστασης: νά ποιος ήταν ο πραγματικός κίνδυνος. Κυβερνήσεις και εφημερίδες
ωρύονταν ενάντια στις "ορδές βανδάλων" του Μορέλος. Πάνοπλα τάγματα
εστάλησαν απανωτά για ν' αφανίσουν τον Ζαπάτα. Οι πυρκαγιές, οι σφαγές, η
ερήμωση των χωριών, αποδείχθηκαν άχρηστες ενέργειες. Άντρες, γυναίκες και
παιδιά, κατηγορούμενοι ως "κατάσκοποι του Ζαπάτα", πέθαιναν
τουφεκισμένοι ή κρεμασμένοι και τις σφαγές διαδέχονταν τα θριαμβευτικά
σαλπίσματα: η εκκαθάριση είχε πετύχει. Σε λίγο, όμως, μες στα νομαδικά
επαναστατικά στρατόπεδα των βουνών του Νότου, οι φωτιές ξανάρχιζαν ν' ανάβουν.
Πάμπολλες φορές, οι δυνάμεις του Ζαπάτα οδήγησαν τις αντεπιθέσεις τους ώς και
μέσα στα προάστια της πρωτεύουσας. Μετά την πτώση του Χουέρτα, ο Εμιλιάνο
Ζαπάτα και ο Πάντσο Βίλλα -"ο Αττίλας του Νότου" και "ο
Κένταυρος του Βορρά"- μπήκαν στο Μεξικό και ανέλαβαν, προς στιγμή, την
εξουσία. Στα τέλη του 1914, μια σύντομη περίοδος ειρήνης επέτρεψε στον Ζαπάτα
να θέσει σ' εφαρμογή, στο Μορέλος, μιαν αγροτική μεταρρύθμιση ακόμα πιο
ριζοσπαστική απ' αυτήν που είχε εξαγγείλει με το πρόγραμμα της Αγιάλα. Στην
εφαρμογή αυτή, επενέβησαν αποτελεσματικά ο ιδρυτής του σοσιαλιστικού κόμματος
και μερικοί αναρχοσυνδικαλιστές αγωνιστές: τόνισαν μ' έμφαση την ιδεολογία του
αρχηγού του κινήματος, δίχως να υποβαθμίσουν τις παραδοσιακές ρίζες του, και
τον εξόπλισαν με μια απαραίτητη οργανωτική ισχύ.
Η αγροτική
μεταρρύθμιση πρότεινε να "καταστρέψουν ώς τη βάση και οριστικά το άδικο
μονοπώλιο της γης, προ κειμένου να εδραιώσουν ένα σοσιαλιστικό Κράτος που θα
εγγυάται πλήρως το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου στο εδαφικό κομμάτι που του
είναι αναγκαίο για να εξασφαλίσει τη φυσική επιβίωση αυτού και της οικογένειάς
του". Τα εδάφη αποδόθηκαν και πάλι στις ντόπιες κοινότητες και στους
ιδιαίτερα αναξιοπαθούντες, που υπήρξαν θύματα του νόμου περί desamortizacion
του 1856. Τα ανώτατα όρια των προσόδων καθορίστηκαν σε σχέση με τις κλιματολογι
κές συνθήκες και την ποιότητα της γης. Τα κτήματα των εχθρών της επανάστασης
κηρύχθηκαν εθνική περιουσία. Η τελευταία τούτη διάταξη είχε, όπως και η
αγροτική μεταρρύθμιση του Αρτίγας, μια φανερή οικονομικά σημασία: οι εχθροί
ήταν οι λατιφουντίστες. Δημιούργησαν τεχνικές σχολές, εργοστάσια κατασκευής
εργαλείων και μιαν αγροτική πιστωτική τράπεζα. Τα διυλιστήρια εθνικοποιήθηκαν
κι έγιναν δημόσιες υπηρεσίες. ‘Ενα σύστημα τοπικής δημοκρατικής αυτοδιοίκησης
έθεσε στα χέρια του λαού τις πηγές της πολιτικής εξουσίας και της οικονομικής
εξέλιξης. Σχολειά χτίζονταν και πολλαπλασιάζονταν με επιταχυνόμενο ρυθμό,
λαϊκές ομάδες δημιουργούνταν για την υπεράσπιση και τη διάδοση των
επαναστατικών ιδεών, και μια αυθεντική δημοκρατία έπαιρνε μορφή και
κατακυρωνόταν. Τα muni- cipios (!) ήταν κυβερνητικές ενώσεις και ο πληθυσμός
εξέλεγε τους υπεύθυνούς του, τα δικαστήριά του και την αστυνομία του. Οι
στρατιωτικοί ηγέτες έπρεπε να υποτάσσονται στις οργανώσεις των πολιτών που
συγκροτούσαν το λαό. Δεν ήταν η θέληση των γραφειοκρατών, μήτε των στρατηγών,
αυτή που επέβαλε τα συστήματα ζωής και παραγωγής. Η επανάσταση σεβόταν την
παράδοση και ενεργούσε "σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα του κάθε χωριού... μ'
άλλα λόγια, αν το τάδε χωριό απαιτεί την κοινοτική οργάνωση, θα τους την
αποδώσουμε, όπως θ' αποδώσουμε και στο δείνα χωριό, αν το επιθυμεί, το δικαίωμα
να διαμοιράσει τη γη σε μικροΐδιοκτησίες. (2)
Την άνοιξη
του 1915, όλα τα χωράφια της Επαρχίας Μορέλος είχαν κιόλας καλλιεργηθεί κι
ανάμεσα στα πολλά δημητριακά κυριαρχούσε το καλαμπόκι. Την ίδια εποχή, η πόλη
του Μεξικού υπέφερε από την έλλειψη τροφίμων και την απειλούσε ο λιμός. Ο
Βενουστιάνο Καρράντσα είχε κατακτήσει την προεδρία και υπαγόρευε με τη
σειρά-του μιαν αγροτική μεταρρύθμιση, αλλά οι αξιωματούχοι-του δεν άργησαν να
καρπωθούν τα οφέλη της. Στα 1916, ρίχτηκαν, με νύχια και με δόντια, πάνω στην
Κουερναβάκα, την πρωτεύουσα της Επαρχίας Μορέλος, καθώς και σ' άλλες περιοχές
ελεγχόμενες απ' τον Ζαπάτα. Οι καλλιέργειες που ξεπετάγονταν η μια μετά την
άλλη, τα ορυχεία, τα δέρματα και μερικές αγροτικές μηχανές αποτέλεσαν θαυμάσιο
πλιάτσικο για όλους αυτούς που προχωρούσαν καίγοντας τα πάντα στο πέρασμά τους,
ενώ ταυτόχρονα διεκήρυτταν ότι επιτελούσαν "έργο ανοικοδόμησης και
προόδου".
Στα 1919,
ένα στρατήγημα και μια προδοσία τερμάτισαν τη ζωή του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Χίλιοι
άντρες, που του έστησαν ενέδρα, άδειασαν απάνω του τα τουφέκια τους. Πέθανε
στην ίδια ηλικία που πέθανε κι ο Τσε Γκεβάρα. Ο θρύλος του, όμως, επέζησε: το
άλογό του κάλπαζε μονάχο προς το νότο, μέσα στα βουνά. Ο θρύλος του επέζησε κι
ολάκερη η Επαρχία Μορέλος θέλησε "ν' αναλάβει το έργο του μεταρρυθμιστή,
να εκδικηθεί το αίμα του μάρτυρα και ν’ ακολουθήσει το παράδειγμα του
ήρωα". Η χώρα συμφώνησε ομόφωνα. Ο καιρός πέρασε. Με πρόεδρο το Λάζαρο
Κάρδενας (1934-1940), οι παραδόσεις του Ζαπάτα ζωντάνεψαν και επανήλθαν σε ισχύ
με την εφαρμογή, σ’ ολόκληρο το Μεξικό, της αγροτικής μεταρρύθμισης. Κάτω απ'
τη διακυβέρνησή-του, απαλλοτριώθηκαν εξηνταεπτά εκατομμύρια εκτάρια που ανήκαν
σε ξένες ή εθνικές επιχειρήσεις, κι οι χωρικοί έλαβαν, μαζί με τη γη,
πιστώσεις, καθώς και μέσα μόρφωσης και τεχνικής οργάνωσης. Η οικονομία και ο
πληθυσμός είχαν αρχίσει την επιταχυνόμενη άνοδό-τους. Η αγροτική παραγωγή
δεκαπλασιάστηκε, το σύνολο της χώρας εκσυγχρονίστηκε και βιομηχανοποιήθηκε. Οι
πόλεις μεγάλωσαν και η καταναλωτική αγορά αναπτύχθηκε σε ποσότητα και βάθος.
Όμως, ο
μεξικάνικος εθνικισμός δεν προσανατολίστηκε προς το σοσιαλισμό και, κατά
συνέπεια, όπως έγινε και σ' άλλες χώρες, που δεν έδωσαν μήτε αυτές το
αποφασιστικό χτύπημα, δεν πραγματοποίησε πλήρως τους αντικειμενικούς
σκοπούς-του, που ήταν η οικονομική ανεξαρτησία και η κοινωνική δικαιοσύνη. 'Ενα
εκατομμύριο νεκροί είχαν προσφέρει το αίμα-τους, στα μεγάλα χρόνια της
επανάστασης και του πολέμου, "σ’ ένα πιο σκληρό Χουιτζιλοποξτλί, πιο
απάνθρωπο και πιο ακόρεστο απ' αυτό που είχαν λατρέψει οι πρόγονοί-μας: στην
καπιταλιστική ανάπτυξη του Μεξικού, με ορούς που επέβαλε η υποταγή στον
ιμπεριαλισμό". Πλεΐστοι όσοι ειδικοί μελέτησαν τα σημάδια φθοράς των
παλιών ιδανικών.
Ο Εντμούντο Φλόρες βεβαίωνε σε μιαν επίσημη αναφορά-του,
"ότι, αυτή τη στιγμή, το 60% του συνολικού πληθυσμού του Μεξικού έχει
εισόδημα κατώτερο κατά εκατόν είκοσι δολλάρια το χρόνο και πεινάει". Οχτώ εκατομμύρια Μεξικάνοι δεν κατανάλωνα στη
πράξη παρά μαυροφάσουλα, μπομπότα και πιπεριές.
Το σύστημα δεν αποκαλύπτει τις βαθιές αντιθέσεις του παρά μόνον όταν
πέφτουν νεκροί, στη σφαγή του Τλατελόλκο, πεντακόσιοι φοιτητές. Με βάση τους
επίσημους αριθμούς, ο Αλόνσο Αγκουίλαρ έφτανε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν στο
Μεξικό δυο εκατομμύρια χωρικοί χωρίς δική τους γη, τρία εκατομμύρια παιδιά που
δεν πήγαιναν στο σχολείο, κάπου έντεκα εκατομμύρια αναλφάβητοι και πέντε
εκατομμύρια άνθρωποι που περπατούσαν ξυπόλητοι.
Η συλλογική κυριότητα των κοινοτικών γαιών καταστρεφόταν συνεχώς, και,
με τον πολλαπλασιασμό των μινιφούντιων που αυτοδιαμελίζονταν, ένας σύγχρονος
λατιφουντισμός έκανε την εμφάνισή του, καθώς και μια νέα αγροτική μπουρζουαζία
που αφοσιωνόταν στη βιομηχανική
καλλιέργεια. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες και οι επίσημοι μεσάζοντες που είχαν
κατακτήσει μια κυριαρχική θέση, διαστρέφοντας το γράμμα και το πνεύμα των
νόμων, κυριαρχούνταν κι αυτοί με τη σειρά-τους -ένα πρόσφατο βιβλίο τους
συγκαταλέγει στις λέξεις "and company"- από την εταιρία Άντερσον
Κλέητον. Στο ίδιο αυτό βιβλίο, ο γιός του Λάζαρο Κάρδενας βεβαίωνε ότι,
"τα υποτιθέμενα λατιφούντια αποτελούνταν κατά προτίμηση απ' τα χωράφια της
καλύτερης ποιότητας και της καλύτερης παραγωγικότητας".
Ο
μυθιστοριογράφος Κάρλος Φουέντες
αναπαρέστησε τη ζωή κάποιου λοχαγού απ' το στρατό του Καρράντσα, που ανοίγει
ένα δρόμο, τόσο στον πόλεμο όσο και στην ειρήνη, με το τουφέκι και την
πανουργία. Ο Αρτέμιο Κρουζ, ταπεινής
καταγωγής, εγκαταλείπει με το πέρασμα των χρόνων τον ιδεαλισμό και τον ηρωισμό
της νιότης-του: αρπάζει τα χωράφια, ιδρύει και πολλαπλασιάζει τις επιχειρήσεις,
εκλέγεται βουλευτής και φτάνει στο απόγειο της κοινωνικής επιτυχίας σωρεύοντας
πλούτη, δύναμη και κύρος, χρησιμοποιώντας τη διαφθορά, την αισχροκέρδεια, τα
τολμηρά χτυπήματα, και την καταστολή των Ινδιάνων στο αίμα και τη φωτιά. Η
εξελικτική πορεία του κεντρικού ήρωα μοιάζει μ' αυτήν του κόμματος που
-τεράστια αδυναμία της μεξικάνικης επανάστασης- μονοπώλησε εκείνη την περίοδο την πολιτική ζωή της
χώρας. Η κατάπτωση συνόδεψε την άνοδό τους.
Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής Τόμος Α'
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου