Στις αρχές του 1921, τριάντα οκτώ περίπου μήνες μετά την επανάσταση του Οκτωβρίου (που έφερε του μπολσεβίκους στην εξουσία) κι όταν τέλειωσε πια ο εμφύλιος στη Ρωσία, η χώρα βρέθηκε στο χείλος της οικονομικής καταστροφής.
Ο Λένιν μιλώντας τον Οκτώβριο του 1920 στο 8ο Συνέδριο των σοβιέτ, δήλωσε, ότι «δεν θα είναι εύκολο να περάσουμε χωρίς προσκόμματα στην οικονομική και κοινωνική αναδιοργάνωση της ειρηνικής περιόδου».
Στις 22 Ιανουαρίου 1921, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να μειώσει κατά το ένα τρίτο τη μερίδα του ψωμιού στις πόλεις – το ψωμί και όλα τα άλλα τρόφιμα, μοιραζόντουσαν τότε με ειδικά δελτία.
Φαίνεται ότι αυτό το μέτρο ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Η «Σύντομη Ιστορία της Ε.Σ.Σ.Δ.» (έκδοση «Επιστήμη, Μόσχα 1972) σημειώνει, ότι «η δυσαρέσκεια εξ αιτίας της πολιτικής του πολεμικού κομμουνισμού, επεξετάθηκε όχι μόνο στις πλατιές μάζες των αγροτών, μα ακόμα και σ΄ένα τμήμα της εργατικής τάξης».
Το ιδιωτικό εμπόριο απαγορευόταν είχε όμως δημιουργηθεί μια «παράνομη» μαύρη αγορά (ρωσικά τσιορνυι ρύνοκ), η μόνη αγορά που ίσως μπορούσαν να βρουν κάτι οι κάτοικοι των πόλεων. Ένα σωρό άνθρωποι, άντρες και γυναίκες σπεκουλάντηδες και μαυραγορίτες ή απλώς πεινασμένοι, ταξίδευαν στις επαρχίες, καταλαμβάνοντας εξ εφόδου τα ελάχιστα τραίνα που κυκλοφορούσαν. Φτάνοντας στα χωριά, αντάλλασσαν τα πλέον ετερόκλητα πράγματα με λίγο αλεύρι, πατάτες ή λαρδί. Όλοι αυτοί ήταν εφοδιασμένοι με σακκουλάκια, σακκούλια, σακιά και γι΄αυτό τους έλεγαν «σακουλάδες» (ρώσικα μεσότσικνι).
Η κυβέρνηση για να παρεμποδίσει αυτό το «παράνομο» εμπόριο, εγκατέστησε μπλόκα στις δημοσιές και στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, όπου τα ειδικά ένοπλα τμήματα, (ρωσικά ζαγκραντιλτενυε οτριάντυ), έκαναν έρευνα στους ταξιδιώτες και τους κατάσχαν τα τρόφιμα.Οι ένοπλοι έκαναν επίσης επιδρομές στις υπαίθριες «αγορές» (όπου ο κάθε έμπορος κράταγε στα χέρια του το εμπόρευμά του), πυροβολούσαν στον αέρα και προβαίναν σε κατασχέσεις ανάμεσα στις φωνές και στα κλάματα γυναικών.
Παρόλα αυτά η μαύρη αγορά συνεχιζόταν, γιατί όπως λέει ο Β. Σερζ «για να φας έπρεπε να καταγίνεσαι κάθε μέρα με τη σπέκουλα και οι κομμουνιστές δε καταγίνονταν με δαύτην λιγότερο από τους άλλους. Τα χαρτονομίσματα δεν είχαν πια καμία αξία και οι επινοητικοί θεωρητικοί μίλαγαν για την κατάργηση του χρήματος σε λίγο καιρό. Επειδή υπήρχε έλλειψη χαρτιού και έγχρωμης μελάνης, η κυβέρνηση βρέθηκε σε αδυναμία να τυπώσει γραμματόσημα. Δημοσιεύτηκε ένα διάταγμα που έλεγε πώς από δω κι εμπρός η αλληλογραφία θα γίνεται δωρεάν: ήταν μια νέα σοσιαλιστική κατάκτηση. (…)
Οι μερίδες που μοίραζαν οι κρατικοποιημένοι συνεταιρισμοί ήταν εντελώς ανεπαρκείς: μαύρο ψωμί (που σε ορισμένες περιπτώσεις είχε γίνει από σκουλικιασμένη βρώμη), μερικές ρέγγες το μήνα, ελάχιστη ζάχαρη για την πρώτη κατηγορία (χειρωνάκτες και φαντάροι), σχεδόν τίποτα για την Τρίτη (μη εργαζόμενοι). Ο λόγος του Αγίου Παύλου που τον έβλεπες παντού: όποιος δεν δουλεύει δεν τρώει! καταντούσε ειρωνεία, γιατί στην πραγματικότητα, για να τραφείς, δεν έπρεπε να δουλεύεις μα τα να βολέψεις, όπως μπορείς, καταφεύγοντας στη μαύρη αγορά.
Οι εργάτες περνούσαν την ώρα τους στα σταματημένα εργοστάσια, μετατρέποντας σε σουγιάδες τα εξαρτήματα των μηχανών και σε σόλες του κινητήριους ιμάντες, για να ανταλλάξουν αυτά τα αντικείμενα στην παράνομη αγορά. (…) Ο χειμώνας ήταν για τον πληθυσμό των πόλεων ένα πραγματικό μαρτύριο. Δίχως θέρμανση, δίχως φως και να ΄χεις και την πείνα από πάνω.
Τα παιδιά και οι γέροι πέθαιναν κατά χιλιάδες. Ο τύφος, που τον μετέδιδαν οι ψείρες, έκανε θραύση. Στις μεγάλες ερημωμένες κατοικίες της Πετρουπόλης, οι άνθρωποι μαζευόντουσαν σε ένα δωμάτιο, ζώντας ο ένας πάνω στον άλλο, γύρω από μια σόμπα τοποθετημένη πάνω στο παρκέ, με το μπουρί της σόμπας περασμένο απ΄το παράθυρο. Την άναβαν με το παρκέ των διπλανών δωματίων, με τα τελευταία έπιπλα, βιβλία…».
«Οι πρώτες σοβαρές αναταραχές», γράφει ο Π. Άβριτς «ξέσπασαν στη Μόσχα γύρω στις 15 Φεβρουαρίου 1921. Άρχισαν με μια επιδημία αυθόρμητων συγκεντρώσεων στα εργοστάσια. Οι αγανακτισμένοι εργάτες, μιλώντας σ΄αυτές τις συγκεντρώσεις, ζητούσαν την άμεση κατάργηση του «πολεμικού κομμουνισμού» και την αντικατάσταση του μ΄ ένα σύστημα «ελεύθερης εργασίας». Η αποφασιστικότητα των εργατών ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η κυβέρνηση έστειλε στα εργοστάσια προπαγανδιστές και εκπροσώπους της, που επιχείρησαν να δικαιολογήσουν την πολιτική της. Η αποστολή τους δεν ήταν καθόλου εύκολη, γιατί οι εργάτες τους αποδοκίμαζαν και τους γιουχάιζαν».
Στις 6 Μαρτίου 1921, οι Νιου Γιόρκ Τάιμς έγραψαν την είδηση, ότι ο ίδιος ο Λένιν, μιλώντας σε μια θυελλώδη συγκέντρωση μεταλλουργών της Μόσχας, είπε στους ακροατές του που κατηγορούσαν τους μπολσεβίκους, ότι καταστρέφουν τη χώρα, αν προτιμούν την επιστροφή των λευκοφρουρών. Ένας εργάτης του απάντησε: Ας έρθει όποιος να ΄ναι, οι λευκοί, οι μαύροι, ή ο ίδιος ο διάολος, αρκεί να μας απαλλάξει από σας.
«Στις 23 Φεβρουαρίου 1921», λέει ο Π. Άβριτς, «έγινε μια θυελλώδης συγκέντρωση στο εργοστασιο Τρούμποτσνυι, που μολονότι, το προσωπικό του είχε μειωθεί πολύ, παρέμενε ένα από τα μεγαλύτερα χαλυβουργεία της Πετρουπόλεως. Πριν διαλυθούν, οι εργάτες ψήφισαν μιαν απόφαση, απαιτώντας ν΄ αυξηθούν οι μερίδες τροφίμων και να μοιραστούν αμέσως τα διαθέσιμα παπούτσια και τα χειμωνιάτικα ρούχα. Την άλλη μέρα οι εργάτες παρουσιάστηκαν στη δουλειά τους, σε λίγο όμως παράτησαν τα εργαλεία τους και εγκατέλειψαν το εργοστάσιο»
Κατά τον αναρχικό Βολίν (Βσέβολντ Μιχαϊλοβιτς Άϊχενμπάουμ το πραγματικό του όνομα), η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν το γεγονός ότι στις 24 Φεβρουαρίου, οι αρχές άρχιζαν να «επανεξετάζουν» όπως είπαν τις ατομικές καρτέλες των χαλυβουργείων Τρούμποτσνυι. Επρόκειτο ουσιαστικά για μια «εκκαθάριση».
«Οι απεργοί», συνεχίζει ο Π. Άβριτς, κατευθύνθηκαν προς τη νήσο Βασιλέφσκη, στη βόρεια όχθη του ποταμού Νεβά και επιχείρησαν να οργανώσουν εκεί μια διαδήλωση. Μια αντιπροσωπεία τους παρουσιάστηκε στους στρατώνες του συντάγματος της Φινλανδίας, δεν κατόρθωσε όμως να πείσει του φαντάρους να ενωθούν με τους διαδηλωτές. Ωστόσο εργάτες άλλων εργοστασίων και σπουδαστές του Γεωλογικού Ινστιτούτου κατέβηκαν σε διαδήλωση και σε λίγο 2.000 άτομα φώναζαν τα συνθήματά τους εναντίον της κυβέρνησης.
Ο Ζηνόβιεβ, που ήταν τότε πρόεδρος της Κομμουνιστικής Οργανώσεως στην Πετρούπολη διέταξε ένα λόχο κουρσάντυ να διαλύσει τους διαδηλωτές. Οι κουρσάντυ λέει η αναρχική Έμα Γκόλντμαν επιχείρησαν να προβοκάρουν το πλήθος πυροβολώντας στον αέρα, ευτυχώς όμως οι εργάτες είχαν έρθει άοπλοι και δε χύθηκε αίμα. Κατά το Βολιν, έγιναν συγκρούσεις ανάμεσα στους κουρσάντυ και στο άοπλο πλήθος. Διέλυσαν τους εργάτες. Έξω απ΄αυτό, η αστυνομία και ο στρατός διέλυσαν πολλές συγκεντρώσεις ή εμπόδισαν τους εργάτες να συγκεντρωθούν.
Στις 25 Φεβρουαρίου 1921 οι εργάτες του χαλυβουργείου Τρούμποτσνυι ξαναδιαδήλωσαν στους δρόμους και ορισμένοι απ΄αυτούς επήγαν στ΄αλλα εργοστάσια να πείσουν τους συναδέλφους τους ν΄ απεργήσουν. Πράγματι, κατέβηκαν σε απεργία το καπνεργοστάσιο Λαφέρμ, το εργοστάσιο υποδημάτων Σκοροχόντ, το μεταλλουργικό εργοστάσιο Μπαλτίσκη και το καλυκοποιείο Πατρόνυϊ.
Είχε κυκλοφορήσει η φήμη, λέει ο ο Π. Άβριτς, ότι οι κουρσάντυ σκότωσαν την προηγούμενη μέρα μερικούς διαδηλωτές στη νήσο Βασιλιέφσκη. Αυτό έγινε αιτία να επεκταθεί το κίνημα και σ΄άλλες σημαντικές επιχειρήσεις, όπως στα Ναυπηγεία του Ναυαρχείου και στις δεξαμενές ναυτικών επισκευών την Γκαλέρναγια.
Απαντώντας σε ορισμένες προκηρύξεις και σ’ αυτούς που προπαγάνδιζαν τη σύγκλιση της Συντακτικής Συνέλευσης, η Κροστάνδη έστειλε, (παράνομα εννοείται), αντιπροσώπους της στα εργοστάσια, στις φάμπρικες και στα εργαστήρια της Πετρούπολης για να δηλώσει στους εργάτες τα εξής:
Όλη η επαναστατική δραστηριότητα της Κροστάνδης, τα πυροβόλα της και τα οπλοπολυβόλα της θα αντιταχτούν αποφασιστικά στη Συντακτική Συνέλευση και γενικά σε κάθε πισωγύρισμα. Αν όμως οι εργάτες έχουν καταλάβει την απάτη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» ξεσηκωθούν εναντίον των νέων σφετεριστών, αν θελήσουν να αγωνιστούν για τα ελεύθερα Σοβιέτ, για την ελευθερία του λόγου, του τύπου της οργανώσεως και της δράσεως των εργαζομένων, δηλαδή των εργατών και των αγροτών και όλων των ιδεολογικών ρευμάτων, δηλαδή των αναρχικών, των εσέρων, της αριστεράς κλ.π., αν οι εργάτες ξεσηκωθούν και θελήσουν ν΄ αγωνιστούν υπέρ μιας τρίτης Επαναστάσεως πραγματικά προλεταριακής, υπέρ των συνθημάτων του Οκτωβρίου, τότε η Κροστάνδη θα τους υποστηρίξει με όλες της τις δυνάμεις έτοιμη σαν ένας άνθρωπος να νικήσει ή να πεθάνει.
«Μέσα σε μια νύχτα» λέει ο Π. Άβριτς, η Πετρούπολη μεταβλήθηκε σε περιχαρακωμένο στρατόπεδο. Σχεδόν παντού, ένοπλα τμήματα σταματούσαν τους περαστικούς κι έκαναν έλεγχο ταυτοτήτων. Τα θέατρα και τα εστιατόρια είχαν κλείσει Κάθε τόσο αντηχούσαν στους δρόμους αραιοί πυροβολισμοί.
Οι ναύτες ψήφισαν ομόφωνα μια απόφαση που αποτέλεσε κατά κάποιο τρόπο το πολιτικό τους πρόγραμμα:
Η συγκέντρωσή μας αποφασίζει ότι πρέπει:
Μιας και τα Σοβιέτ, όπως είναι σήμερα δεν εκφράζουν τη θέληση των εργατών και των αγροτών:
1ο Να εκλεγούν αμέσως άλλα Σοβιέτ, με μυστική ψηφοφορία και να ΄χουν από δω κι εμπρός το λεύτερο, όλοι οι εργάτες κι οι αγρότες, να κάνουν την προεκλογική τους εκστρατεία.
2ο Να δοθεί ελευθερία λόγου και τύπου σ΄ όλους τους εργάτες και αγρότες, στους αναρχικούς και στα σοσιαλιστικά κόμματα της αριστεράς.
3ο Να εξασφαλισθεί ελευθερία συγκεντρώσεως στα εργατικά συνδικάτα και στις αγροτικές οργανώσεις.
4ο Να συγκληθεί μια εξωκομματική συνδιάσκεψη των εργατών, των κόκκινων φαντάρων και ναυτών της Πετρουπόλεως, της Κροστάνδης και της επαρχίας της Πετρουπόλεως, το αργότερο ως τις 10 Μαρτίου 1921.
5ο Να απολυθούν όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι, που ανήκουν σε σοσιαλιστικά κόμματα, καθώς και όλοι οι εργάτες, αγρότες, φαντάροι και ναύτες που φυλακίστηκαν εξ αιτίας των εργατικών και των αγροτικών κινημάτων.
6ο Να εκλεγεί μια επιτροπή , που θα εξετάζει τις περιπτώσεις αυτών που βρίσκονται στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.
7ο Να καταργηθούν όλα τα πολιτικά τμήματα , γιατί κανένα κόμμα δεν πρέπει να έχει ειδικά προνόμια, ούτε να παίρνει χρηματική επιχορήγηση από το κράτος για να προπαγανδίζει τις ιδέες του. Τα πολιτικά τμήματα πρέπει να αντικατασταθούν με μορφωτικές και εκπολιτιστικές επιτροπές, που να εκλέγονται από τους κατοίκους της κάθε περιοχής και θα χρηματοδοτούνται από την κυβέρνηση.
8ο Να καταργηθούν αμέσως όλα τα μπλόκα.
9ο Να παίρνουν όλοι οι εργαζόμενοι τις ίδιες ποσότητες τροφίμων, εκτός από κείνους που κάνουν ανθυγιεινές δουλειές.
10ο Να καταργηθούν τα κομμουνιστικά μαχητικά τμήματα σε όλες τις μονάδες στρατού, καθώς και οι κομμουνιστικές φρουρές στις φάμπρικες και στα εργοστάσια. Σε περίπτωση ανάγκης, αυτά τα σώματα φρουράς, μπορούν να εκλέγονται στο στρατό από τους φαντάρους και στις φάμπρικες από τους εργάτες.
11ο Να ΄ναι ελεύθεροι οι αγρότες να κάνουν ό,τι θέλουν με τα χωράφια τους και κατέχουν ζώα, με τη συμφωνία πώς θα κάνουν μοναχοί τους τις δουλειές τους, δε θα μισθώνουν δηλαδή μεροκαματιάρηδες.
12ο Να επιτραπεί στους βιοτέχνες ν΄ ασκούν ελεύθερα το επάγγελμά τους χωρίς να καταφεύγουν στη μισθωτή εργασία.
13ο Να ζητήσουμε απ΄ όλες τις στρατιωτικές μονάδες καθώς κι από τους συντρόφους κουρσάντυ, να υποστηρίξουν την απόφασή μας
14ο Να απαιτήσουμε να δοθεί πλατιά στις αποφάσεις μας από τον Τύπο.
15ο Να οριστεί μια περιοδεύουσα επιτροπή ελέγχου.
Πετριτσένκο
Πρόεδρος της Συγκεντρώσεως
Περεπέλκιν, Γραμματέας»
Ο Τρότσκι στέλνει τελεσίγραφο
Στο μεταξύ, λέει ο Π. Άβριτς, τα μέλη του Κ.Κ. της Πετρουπόλεως και των γειτονικών πόλεων, ετέθησαν επί ποδός πολέμου και οπλίστηκαν. Στις 5 Μαρτίου εντάχτηκαν σε μια πολιτοφυλακή, που αριθμούσε γύρω στις 4.000 άντρες, ενισχυμένη από μέλη της κομμουνιστικής νεολαίας και των συνδικάτων. Στις 5 Μαρτίου η πρώτη ενέργεια του Τρότσκι ήταν να δημοσιεύσει ένα τελεσίγραφο, απαιτώντας την άμεση και δίχως όρους παράδοση των στασιαστών. Το τελεσίγραφο αυτό, που μεταδόθηκε με ραδιογράφημα στους εξεγερμένους της Κροστάνδης έλεγε:
«Η κυβέρνηση των εργατών και των αγροτών αποφάσισε ότι το φρούριο της Κροστάνδης και τα πλοία, που στασίασαν, πρέπει να τεθούν αμέσως κάτω από τις διαταγές της Σοβιετικής Δημοκρατίας.
Ύστερα απ΄ αυτό διατάζω: Όλοι όσοι σήκωσαν χέρι εναντίον της σοσιαλιστικής πατρίδας, να καταθέσουν αμέσως τα όπλα. Όσοι δεν υπακούσουν, θα αφοπλίζονται και θα παραδίδονται στις σοβιετικές αρχές. Οι στασιαστές θα απολύσουν χωρίς χρονοτριβή τους κομμισάριους και τους άλλους εκπροσώπους της κυβερνήσεως που έχουν συλλάβει.
Μόνο όσοι παραδοθούν άνευ όρων θα μπορούν να υπολογίζουν στην επιείκια της Σοβιετικής Δημοκρατίας.
Δίνω ταυτόχρονα τη διαταγή να προετοιμαστεί η συντριβή της ανταρσίας με τη δύναμη των όπλων. Όλη την ευθύνη για τις ζημιές που ενδέχεται να υποστεί ο άμαχος πληθυσμός εξ αιτίας της προσφυγής στα όπλα, θα την έχουν οι αντεπαναστάτες στασιαστές»
Στις 7 Μαρτίου 1921, ώρα 18:45 πέφτουν οι πρώτες κυβερνητικές οβίδες
Η Προσωρινή Επαναστατική Κυβέρνηση ανακοινώνει:
«Στις 6 και 45’ το απόγευμα, το μπολσεβίκικα πυροβολεία του Σεστρορέσκ και του Λύσυι Νος, άνοιξαν απρόκλητα πυρ εναντίον των οχυρών της Κροστάνδης.
( Ο Π. Άβιτς σημειώνει ότι: αυτά τα πυρά φραγμού είχαν κατά πρώτο λόγο στόχο τους προχωρημένες θέσεις των κροστανδιωτών και αποσκοπούσαν στην εξασθένιση των αμυντικών γραμμών της. Ήταν δηλαδή μια προπαρασκευή του πυροβολικού, εν όψει μιας επιθέσεως του πεζικού).
Το πυροβολικό μας, συνεχίζει το ανακοινωθέν της ΠΕΕ, δέχτηκε πρόκληση και ανάγκασε τα μπολσεβίκικα πυροβολεία να σιγήσουν.
Σε λίγο, το οχυρό της Κράσναγιας Γκόρκα άρχισε να κανονιοβολεί την Κροστάνδη, μα πήρε την κατάλληλη απάντηση από το θωρηκτό Πετροπαβλόβσκ. Ο κανονιοβολισμός συνεχίζεται σποραδικά. Δύο τραυματισμένοι κόκκινοι φαντάροι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο. Υλικές ζημιές δεν υπάρχουν».
Στο ίδιο φύλλο της 7ης Μαρτίου η Ισβέστια της ΠΕΕ δημοσίευσε ένα άλλο ραδιογράφημα της Μόσχας προτάσσοντας ένα σχόλιο με τον τίτλο: «Οι συκοφαντίες συνεχίζονται» «Οι μπολσεβίκοι εφαρμόζουν τη συνταγή των ιησουϊτών που του πάει γάντι: Συκοφαντείτε, συκοφαντείτε, όλο και κάτι θα μείνει. Και συνεχίζουν.
«Μες στην ανήμπορη λύσσα τους φωνάζουν από το σταθμό ΡΟΣΤΑ ότι όλοι συνωμοτούν μαζί μας: η Αντάντ, οι γάλλοι κατάσκοποι, οι λευκοφρουροί, οι τσαρικοί στρατηγοί, οι φινλανδοί τραπεζίτες και οι Γάλλοι αντεπαναστάτες».
Στις 8 Μαρτίου άρχισαν στη Μόσχα οι εργασίες του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΡ (μπ.). Ο Λένιν είπε στον εναρκτήριο λόγο του: «Θα ήθελα να πω δυο λόγια για τα γεγονότα της Κροστάνδης. Δεν έχω ακόμα νεότερες ειδήσεις, μα δεν αμφιβάλλω ότι η εξέγερση αυτή, που φάνηκε πολύ γρήγορα ότι παρακινήθηκε από τσαρικούς στρατηγούς, θα συντριβεί μέσα σε λίγες μέρες, αν όχι σε λίγες ώρες».
Η έφοδος στις 8 Μαρτίου κατέληξε σε πλήρη αποτυχία. Οι κομμουνιστές έχασαν εκατοντάδες άντρες, (σύμφωνα με μια αξιόπιστη πηγή είχαν 500 νεκρούς και 2.000 τραυματίες), χωρίς να κατορθώσουν να προκαλέσουν πουθενά παραμικρό ρήγμα στις αμυντικές γραμμές της Κροστάνδης. Μες στη βιασύνη τους να συντρίψουν την ανταρσία, είχαν ρίξει στη μάχη ανεπαρκείς δυνάμεις (20.000 άντρες ίσως όλους κι όλους) και δεν είχαν κάνει τις προετοιμασίες, που ήταν απαραίτητες για την κατάληψη ενός ισχυρού φρουρίου σαν την Κροστάνδη.
Τα στρατεύματά τους, μολονότι επίλεκτα, δε στάθηκαν στο ύψος τους την κρίσιμη στιγμή, πρώτον γιατί οι μαχητές δεν είχαν καμία όρεξη ν΄ ανοίξουν πυρ εναντίον των συναδέλφων τους ναυτών και φαντάρων (και κυριότερο), επειδή φοβόντουσαν να διασχίσουν την τεράστια παγωμένη έκταση, χωρίς να έχουν καμιά απολύτως κάλυψη, δίνοντας στόχο στα καταιγιστικά πυρά των οχυρών και των πυροβολείων της Κροστάνδης.
Στο διάστημα 8 με 10 Μαρτίου οι υπερασπιστές της Κροστάνδης είχαν 14 νεκρούς και οι επιτιθέμενοι 5. Τραυματίστηκαν επίσης 2 ναύτες, 1 πολίτης και 34 κόκκινοι φαντάροι.
Στις 12 Μαρτίου ξανάρχισε ο βομβαρδισμός της Κροστανδης απ΄την ξηρά και από τον αέρα. Ήταν σποραδικός και δεν προκάλεσε σοβαρές ζημιές.
Η Κροστάνδη ζητεί απεγνωσμένα τη βοήθεια του παγκόσμιου προλεταριάτου
Το πρωί της 13ης Μαρτίου γράφει ο Π. Άβιτς επανελήφθη το σενάριο των προηγούμενων ημερών. Πριν τον κανονιοβολισμό, επακολούθησε πριν από το ξημέρωμα μια έφοδος μονάδων πεζικού, που ξεκίνησαν από τη νότια ακτή. Παρά τους άσπρους μανδύες τους, οι επιτιθέμενοι έγιναν αντιληπτοί και απωθήθηκαν από τα διασταυρούμενα πυρά των προχωρημένων φυλακίων της Κροστάνδης. Παρ΄ όλα αυτά οι μπολσεβίκοι συνέχισαν τις επιθέσεις τους.
Το πρωί της 14ης Μαρτίου, καλυπτόμενα απ΄ το σκοτάδι, νέα ξεκούραστα τμήματα μπολσεβίκων προχώρησαν μέσα απ΄ τα καταιγιστικά πυρά του πυροβολικού και των οπλοπολυβόλων, αναγκάστηκαν όμως να συμπτυχθούν αφήνοντας στους πάγους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες. Ηταν η τελευταία επίθεση μακράς εκτάσεως. Τις επόμενες 72 ώρες οι κανονιοβολισμοί και οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν, σταμάτησαν όμως όλες οι άλλες επιχειρήσεις. Οι μπολσεβίκοι προετοίμαζαν τις δυνάμεις τους για την τελική έφοδο.
Οι εξεγερμένοι, παρ΄ όλο που κατόρθωσαν ως τότε να αποκρούσουν τις επιθέσεις των κυβερνητικών δυνάμεων, είχαν αρχίσει φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι δεν τους έμειναν πια πολλές δυνάμεις αντιστάσεως. Η ΠΕΕ σε μια απεγνωσμένη της έκκληση, που έστειλε με ραδιογράφημα στους προλετάριους όλου του κόσμου έλεγε:
«Τα εχθρικά αεροπλάνα, σαν αρπακτικά πουλιά, πετούν πάνω από την Κροστάνδη και ρίχνουν βόμβες, σκοτώνοντας τον άμαχο πληθυσμό. Παρ΄ όλα αυτά συνεχίζουμε να διαφεντεύουμε τα ιερά δικαιώματα των εργαζομένων.
Πρέπει να μάθουν όλοι ότι αγωνιζόμαστε για την πραγματική εξουσία των εργαζομένων, ενώ ο Τρότσκι και ο Ζηνοβιεβ και η συμμορία τους, σφάζουν και τουφεκίζουν, μόνο και μόνο για να διατηρήσουν τη δικτατορία τους.
Πρέπει να μάθουν όλοι ότι αυτοί οι εγκληματίες λένε ψέματα, βεβαιώνοντας πως υπακούμε τάχατες σε τσαρικούς στρατηγούς.
Δώδεκα μέρες τώρα, μια χούφτα ήρωες, ναύτες, εργάτες και κόκκινοι φαντάροι κρατούν απάνω τους, απομονωμένοι από τον έξω κόσμο, το βάρος των επιθέσεων των αιμοβόρων μπολσεβίκων.
Εμείς όμως θα μείνουμε στις θέσεις μας.
Θα συνεχίσουμε τον αγώνα μέχρι την τελική νίκη ή θα πεθάνουμε φωνάζοντας, Ζήτω τα ελεύθερα Σοβιέτ! Τα σημερινά Σοβιέτ λένε ψέματα!
Σύντροφοι έχουμε ανάγκη απ΄ τη βοήθειά σας. Εξεγερθείτε εναντίον των καταπιεστών σας, των κομμισαρίων.
Καταραμένοι να΄ ναι όλοι οι δολοφόνοι.
Γειά σας, αδέλφια»
Ένα τέταρτο πριν από τα μεσάνυχτα της15ης Μαρτίου ο Τουχατσέβσκη, που ήτανε τότε διοικητής της 7ης Στρατιάς απεύθυνε την υπ΄ αριθμό 534/0444 σειρά Β’ διαταγή στους διοικητές των ομάδων του Βορρά και του Νοτου, στέλνοντας ταυτόχρονα και ένα αντίγραφο στο Γκλαβκόμ (Ανώτατη Διοίκηση):
«Διατάζω:
Το φρούριο της Κροστάνδης να καταληφθεί με κεραυνοβόλο έφοδο τη νύχτα της 16ης προς τη 17η Μαρτίου.
Για να επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός:
1. Το πυροβολικό ν΄ ανοίξει πυρ στις 14 η ώρα της 16ης Μαρτίου. Τα πυρά να συνεχιστούν ως τη δύση του ήλιου.
2. Η ομάδα του Βορρά ν΄ αρχίσει προέλαση στις 3 η ώρα και η ομάδα του Νότου στις 4 η ώρα της 17ης Μαρτίου.
3. Η ομάδα του Βορρά θα ενεργήσει την επίθεσή της στη βορειοδυτική πλευρά της πόλεως, η ομάδα του Νότου στη βορειανατολική και στη νοτιοδυτική πλευρά.
4. Και οι δυο ομάδες να ασχοληθούν με την κατάληψη μόνο εκείνων των οχυρών, που θα στέκουν εμπόδιο στη γενική προέλαση.
5. Ο διοικητής της ομάδας του Νότου να διορίσει έναν υπεύθυνο, που θα συντονίσει τις επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια των οδομαχιών μέσα στην Κροστάνδη.
6. Αντικειμενικός σκοπός της ομάδας του Βορρά είναι και η κατάληψη του βορειοδυτικού τμήματος της νήσου Κότλιν. Ο διοικητής της θ΄αποφασίσει πότε ακριβώς θα γίνει αυτή η κατάληψη.
7. Οι φάλαγγες θα κινηθούν , διατηρώντας συνεχώς τη διάταξή τους.
8. Επιβεβαιώστε μας λήψη της διαταγής και πέστε μας τι μέτρα πήρατε».
Το σχέδιο του Τουχατσέβσκη προέβλεπε μια παρατεταμένη προπαρασκευή πυροβολικού, που θα την ακολουθούσε μια ταυτόχρονη επίθεση από τρεις μεριές: η ομάδα του Βορρά, με γενικό διοικητή της τον Γ.Σ.Καζάνσκη, θα προχωρούσε από τα βόρεια και η ομάδα του Νότου με γενικό διοικητή τον Α.Ι.Σεντιάκιν από τα νότια και τα νοτιανατολικά.
Ο Π. Άβιτς, βασισμένος σε σοβιετικές και ξένες πηγές λέει ότι: τα στρατεύματα που οι κομμουνιστές ετοίμαζαν να εξαπολύσουν εναντίον των 15.000 καλά οχυρωμένων κροστανδιωτών, αριθμούσαν 35 χιλιάδες άντρες, που άλλες πηγές τους ανεβάζουν στις 75.000. Ο πραγματικός αριθμός κυμαινόταν κατά πάσα πιθανότητα γύρω στις 50.000 άντρες (δηλαδή οι δυνάμεις ήταν τώρα διπλάσιες από εκείνες που έλαβαν μέρος στην έφοδο της 8ης Μαρτίου).
Απ΄ αυτές τις 50 χιλιάδες, οι 35 χιλιάδες αποτελούσαν την ομάδα του Νότου. Τη διοίκηση των μονάδων, την είχαν αναλάβει ορισμένοι από τους πιο έμπειρους στρατιωτικούς των μπολσεβίκων όπως ο Ι.Φ.Φέντκο, ο Π.Γ.Ντυμπένκο και ο Β.Κ.Πούτνα που διοικούσε την 27η μεραρχία του Ομσκ.
Οι μπολσεβίκοι έδωσαν άσπρους μανδύες στους φαντάρους για το καμουφλάζ, χειμωνιάτικες μπότες και ειδικά ψαλίδια για να κόψουν τα συρματοπλέγματα που προστάτευαν τις πυροβολαρχίες της Κροστάνδης. Μοίρασαν διπλή μερίδα ψωμιού και δύο κονσέρβες σε κάθε φαντάρο για να μην τύχει και παραπονεθεί κανείς πώς δεν τον τάισαν καλά. Ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε έναν ταγματάρχη της ομάδας του Βορρά, κάκιστο ψυχολόγο, να συμβουλέψει τους άντρες του να πάνε στη μάχη νηστικοί, γιατί αλλιώς, αν τραυματιζόντουσαν στην κοιλιά θα διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο.
Το βράδυ της 16ης Μαρτίου σύμφωνα με τον Πετριτσένκο ο κανονιοβολισμός της πόλεως και των οχυρών συνεχίστηκε. Οι οβίδες έπεφταν απ΄ όλες τις μεριές. Το πυροβολικό μας απάντησε και η ανταλλαγή των πυρών κράτησε ως τις 3 το πρωί. Οι υπερασπιστές της Κροστάνδης περίμεναν στις θέσεις τους την έφοδο των κυβερνητικών στρατευμάτων. Οι περισσότεροι ήταν κιόλας πολύ κουρασμένοι, μόλις που στεκόντουσαν στα πόδια τους, γιατί οι προηγούμενες νυχτερινές επιθέσεις των μπολσεβίκων τους είχαν αναγκάσει να μείνουν άγρυπνοι και να περιπολούν μες στη χιονοθύελλα σχεδόν ξυπόλητοι. Οι προβολείς των οχυρών και των πολεμικών πλοίων έριχναν τις δέσμες τους στην παγωμένη έκταση, προσπαθώντας να εντοπίσουν τις συγκεντρώσεις των κυβερνητικών στρατευμάτων.
Στις 3 το πρωί της 17ης Μαρτίου, γράφει ο Π. Άβριτς τα κυβερνητικά στρατεύματα άρχισαν να προχωρούν προς την κατεύθυνση του φρουρίου. Η ομάδα του Βορρά, που ο κύριος όγκος των δυνάμεών της είχε αποτελεστεί από κουρσάντυ της Πετρουπόλεως ξεκίνησε από το Σεστροτέτσκ και Λύσυϊ Νος. Η ομάδα αυτή είχε χωριστεί σε δύο ανεξάρτητες φάλαγγες: η πρώτη προχώρησε προς τα οχυρά Τοτέλεμπεν και Κρασνοαρμέετς και η δεύτερη προς τα 7 αριθμημένα πυροβολεία.
Ύστερα από άγρια μάχη σώμα με σώμα τα πυροβολεία Νο5 και Νο6 έπεσαν στα χέρια τους. Το πρωί της 17ης η ο ομίχλη διαλύθηκε. Οι μπολσεβίκοι ακάλυπτοι τώρα πια βιάστηκαν να συνεχίσουν την επίθεση εναντίον των άλλων πυροβολείων. Όλοι πολέμησαν με πείσμα και οι απώλειες ήταν μεγάλες κι από τις δυο μεριές. Σε διάφορα σημεία οι οβίδες των εξεγερμένων έσπαγαν τους πάγους σχηματίζοντας μικρές λίμνες όπου βρήκαν κατά δεκάδες το θάνατο οι επιτιθέμενοι. Μα και η αντίσταση των Κρονστανδιωτών όλο και εξασθένιζε έτσι που το απόγευμα οι κουρσάντυ είχαν πατήσει και τα εφτά πυροβολεία και είχαν φτάσει στο βορειοανατολικό τείχος της πόλεως.
Στο μεταξύ, η δεξιά φάλαγγα, που η δύναμή της δεν ξεπερνούσε τους δύο λόχους, μάταια προσπαθούσε να καταλάβει το οχυρό Τολέμπεν. Παρ΄ όλη την εξάντληση τους, οι υπερασπιστές του οχυρού πολεμούσαν απεγνωσμένα να κρατήσουν τις θέσεις τους και οι απώλειες ήταν φοβερές κι απ΄ τις δυο πλευρές. Σε μια τόσο κοντινή απόσταση, το πυροβολικό είχε γίνει άχρηστο, οι κροστανδιώτες όμως εξακολουθούσαν να αμύνονται με πολυβόλα και χειροβομβίδες.
(Φαίνεται ότι οι υπερασπιστές του οχυρού Τοτλέμπεν ήταν αποφασισμένοι να πέσουν μέχρι ενός. Στην Ισβέστια της ΠΕΕ της 16ης Μαρτίου είχε δημοσιευτεί μια είδηση, που έλεγε ότι στη γενική συνέλευση του οχυρού Τουλέμπεν, στις 15 Μαρτίου, μετά τις εισηγήσεις των εκπροσώπων της ΠΕΕ πάρθηκε η παρακάτω απόφαση: «Σύντροφοι εργάτες, ναύτες και πολίτες της Κροστάνδης! Εμείς, η φρουρά του οχυρού Τοτλέμπεν, σας στέλνουμε τους αδερφικούς μας χαιρετισμούς, τούτη την τραγική ώρα της μάχης. Όλοι μας είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε για τη χειραφέτηση των αδερφών μας, που υποφέρουν, είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε υπερασπίζοντας τους εργάτες και τους πολίτες ολάκερης της Ρωσίας, που βρέθηκαν και πάλι δεμένοι με τις αλυσίδες της σκλαβιάς, της βίας και της φτώχιας. Θα διαφεντέψουμε τα προχωρημένα φυλάκια της Κροστάνδης, θα κρατήσουμε τον όρκο μας ως το τέλος. Ελπίζουμε πώς σύντομα, χάρη σε μια αποφασιστική προσπάθεια , θα σπάσουμε τον εχθρικό κλοιό γύρω απ΄το φρούριο, θα διαδώσουμε στη χώρα μας την πραγματική αλήθεια και θα της χαρίσουμε τη πραγματική λευτεριά»).
Ένα τμήμα κουρσάντυ, συνεχίζει ο Π.’Αβριτς, έπεσε σε ναρκοπέδιο και πολλοί πνίγηκαν, όταν οι πάγοι έσπασαν απ΄ τις εκρήξεις. Ωστόσο οι επιτιθέμενοι κατόρθωσαν τελικά να εισχωρήσουν στο οχυρό Τοτλέμπεν, όπου οι μάχες σώμα με σώμα συνεχίστηκαν όλη τη μέρα. Το οχυρό παραδόθηκε στις 1 η ώρα το πρωι της 18ης Μαρτίου.
Ο αναρχικός Γιεφίμ Γιαρτσούκ (που δεν έλαβε μέρος στις μάχες, γιατί την εποχή εκείνη ήταν κρατούμενος στις φυλακές της Πετρουπόλεως, αφηγήθηκε όμως τα γεγονότα βασισμένος στα όσα του είπαν οι συγκρατούμενοί του ναύτες μετά την πτώση της Κροστάνδης), προσθέτει ότι διακόσιοι εξήντα κροστανδιώτες, ταμπουρωμένοι στη Σχολή Μηχανικού, αντιμετώπισαν επί δύο ώρες τους μπολσεβίκους. Παραδόθηκαν, όταν δεν είχαν μείνει παρά μόνο τριάντα, όλοι τους λαβωμένοι.
Ο πάγος και το χιονι στα πεζοδρόμια βάφτηκαν με αίμα
17η Μαρτίου 1921 και οι επιτιθέμενοι πέρασαν τελικά στα τείχη της Κροστανδης.
Ο Π. Άβιτς γράφει ότι οι επιτιθέμενοι είχαν ήδη υποστεί μεγάλες απώλειες, μα όταν μπήκαν μέσα στα τείχη, εκεί πια ήταν σωστή κόλαση, όπως είπε αργότερα ένας μπολσεβίκος μαχητής. Είχαν την εντύπωση ότι τους πυροβολούσαν από κάθε στέγη και από κάθε παράθυρο, με πολυβόλα και τουφέκια. Ο πάγος και το χιόνι στα πεζοδρόμια βάφτηκαν με αίμα. Ήταν αδύνατο πια να μετρήσεις τους νεκρούς και τους τραυματίες που έπεφταν κι απ΄ τη μια και απ΄ την άλλη πλευρά.
Οι αδελφοί εχθροί πολεμούσαν λυσσασμένα από δρόμο σε δρόμο και από σε σπίτι. Ήταν ένα λουτρό αίματος, αλλά ακόμα και την ώρα εκείνη οι κροστανδιώτες δεν σκέφτηκαν να εκδικηθούν, σκοτώνοντας τους κρατούμενους μπολσεβίκους, αν και το ήξεραν, πώς δίνουν την τελευταία απεγνωσμένη τους μάχη, μια και τα περισσότερα οχυρά γύρω απ΄ την πόλη είχαν πέσει κιόλας στα χέρια των κυβερνητικών στρατευμάτων. Οι μπολσεβίκοι έφτασαν στις φυλακές, που βρισκόντουσαν λίγο παρακάτω από την πύλη της Πετρουπόλεως και σπάζοντας ένα παράθυρο έδωσαν τουφέκια στους κρατούμενους. Αυτοί τα χρησιμοποίησαν αμέσως εναντίον των δεσμοφυλάκων τους, βγήκαν έξω και πήραν μέρος στις οδομαχίες.
«…οι κροστανδιώτες εργάτες», γράφει ο Πετριτσένκο, «συντεταγμένοι σε μαχητικές ομάδες, πρόστρεξαν να βοηθήσουν τους ναύτες. Πολέμησαν ως και οι μαθητές Γυμνασίων. Τα πυρομαχικά είχαν αρχίσει να εξαντλούνται. Οι γυναίκες εφοδιασμένες με μικρά καλάθια, πήγαιναν και μάζευαν τα βόλια των από τα φισεκλίκια των σκοτωμένων και τα έδιναν στους υπερασπιστές της Κροστάνδης…»
Στις 4 το απόγευμα, συνεχίζει ο Π. Άβιτς οι εξεγερμένοι ενήργησαν μια αιφνιδιαστική αντεπίθεση και απώθησαν τους μπολσεβίκους. Λίγο ακόμα και θα τους ξανάριχναν στους πάγους, μα την κρίσιμη εκείνη στιγμή κατέφτασε το 27ο Σύνταγμα ιππικού, μαζί μ΄ ένα τμήμα εθελοντών, που έστειλε η κομματική οργάνωση της Πετρουπόλεως και η αντεπίθεση των κροστανδιωτών αναχαιτίστηκε.
Λίγο πριν σκοτεινιάσει, έφτασαν κι άλλα τμήματα από Ορανιενμπάουμ οπλισμένα με πυροβόλα. Μπήκαν μέσα στην πόλη κι άρχισαν να κανονιοβολούν τους εξεγερμένους. Οι αντίπαλοι πολεμούσαν με πείσμα και οι μαχητές δεν έπεφταν μόνο εξαιτίας των τραυμάτων, μα κι από την εξάντληση. Το βράδυ, οι κουρσάντυ, της ομάδας του Βορρά διείσδυσαν στην πόλη απ΄ τη βορειοανατολική μεριά και κατέλαβαν το Γενικό Επιτελείο του φρουρίου, όπου και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους. Συνενώθηκαν με τα φίλια τμήματα της ομάδας του Νότου που έχοντας μπει απ΄ την πύλη της Πετρουπόλεως, βρισκόντουσαν κιόλας στο κέντρο της Κροστάνδης.
Σύμφωνα με τον Γιεφίμ Γιαρτσουκ «…Πάνω στον παγωμένο κόλπο, το χιόνι έλαμπε με χίλιους ήλιους. Φαινόταν να ενθαρρύνει την Κροστάνδη να κρατήσει μια βδομάδα ακόμα, μέχρι που να σπάσει ο κόλπος τους πάγους του και να τους παρασύρει πέρα μακριά. Τότε, το πανίσχυρο επαναστατικό κέντρο θα αποκτούσε την ανεξαρτησία του και δε θα την έχανε πια. Τότε οι μπολσεβίκοι θα αναγκαζόντουσαν να διαπραγματευτούν με τους εξεγερμένους και να μιλήσουν άλλη γλώσσα. Αν οι κροστανδιώτες σκεφτόντουσαν να εξεγερθούν λίγο αργότερα, όταν το φρούριο θα βρισκόταν τριγυρισμένο από ελεύθερα νερά, η Κροστάνδη θα ήταν απόρθητη. Μα οι λαϊκές επαναστατικές εξεγέρσεις είναι αυθόρμητες, πράγμα που θα πει πώς κανένας δεν ξέρει μήτε τη μέρα , μήτε την ώρα που θα ξεσπάσουν…»
Δέκα λεπτά πριν απ΄ τα μεσάνυχτα της 17ης Μαρτίου, το Γενικό Επιτελείο των Μπολσεβίκων έστειλε στην Επιτροπή Αμύνης της Πετρουπόλεως το μήνυμα της νίκης:
«…οι φωλιές των αντεπαναστατών του Πετροπαβλόβσκ και της Σεβαστούπολης εξουδετερώθηκαν. Και στα δυο πλοία, οι οπαδοί των σοβιετικών αρχών πήραν την εξουσία στα χέρια τους. Κάθε πολεμική δραστηριότητα στο Πετροπαβλόβσκ και στο Σεβαστούπολη έχει σταματήσει. Πήραμε επείγοντα μέτρα για να συλληφθούν οι αξιωματικοί που προσπαθούν να καταφύγουν στη Φινλανδία…»
«Τις πρώτες ώρες της 18ης Μαρτίου γράφει ο Π. Άβιτς, τμήματα κουρσαντυ κατέλαβαν τα δυο θωρηκτά. Στο μεταξύ , έξω από ορισμένους θύλακες όπου εξακολουθούσαν να μάχονται οι κυκλωμένοι κροστανδιώτες, οι εξεγερμένοι άρχισαν να παραδίνονται. Το μεσημέρι, όλα τα οχυρά, όλα τα πλοία, βρισκόντουσαν στα χέρια των κυβερνητικών δυνάμεων. Το απόγευμα σταμάτησε κάθε αντίσταση και τα κανόνια της Κροστάνδης σίγησαν».
Σύμφωνα με τα σοβιετικά αρχεία οι συνολικές απώλειες των κομμουνιστών ήταν 700 νεκροί και 2.500 τραυματίες. Ο Χάρολντ Κόναρτον, αμερικανός πρόξενος στο Βίμποργκ , που ήταν συνήθως καλά πληροφορημένος είχε υπολογίσει ότι οι συνολικές σοβιετικές απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες ανήλθαν σε 10.000 άντρες, νούμερο που φαίνεται λογικό…
Σύμφωνα με τον μπολσεβίκο Πουχόβ οι απώλειες των εξεγερμένων ανήλθαν σε 600 νεκρούς, 100 τραυματίες και 2.500 αιχμαλώτους.
Ο Π. Άβριτς προσθέτει ότι ο Τρότσκι και ο Σ.Σ.Καμενεβ ήταν έτοιμοι να καταφύγουν στο χημικό πόλεμο. Οι μαθητές της Ανωτάτης Σχολής Χημικού Πολέμου είχαν εκπονήσει κιόλας ένα σχέδιο επιθέσεως με ασφυξιογόνα , που θα έμπαινε σε εφαρμογή, αν η Κροστάνδη κατόρθωνε ν΄αντισταθεί περισσότερο.
Να θυμίσουμε, μονάχα εδώ, τα προφητικά λόγια της Ρόζας Λούξεμπουργκ, το 1918 «Δημοκρατία και Δικτατορία
“Αλλά το ζήτημα δεν εξαντλείται με τη Συντακτική Συνέλευση και τo εκλογικό δικαίωμα. Έχομε ακόμη να λογαριαστούμε με την κατάργηση των δημοκρατικών εγγυήσεων, εκείνων πού είναι οι σπουδαιότερες για μια υγιή πολιτική ζωή και για τη δραστηριότητα των εργαζομένων μαζών: την ελευθερία του τύπου και του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι, που απαγορεύτηκαν για όλους τούς αντιπάλους τής Σοβιετικής κυβέρνησης. Σε ότι τουλάχιστον αφορά την κατάργηση αυτών των δικαιωμάτων, η επιχειρηματολογία του Τρότσκυ για τη δυσκινησία των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών σωμάτων δεν είναι καθόλου πειστική. Αντίθετα είναι γεγονός ολοφάνερο και αναμφισβήτητο, ότι χωρίς την απεριόριστη ελευθερία του τύπου, χωρίς το δικαίωμα να συνεταιρίζονται και να συνέρχονται ελεύθερα είναι εντελώς αδύνατο να εννοηθεί ή κυριαρχία των μεγάλων λαϊκών μαζών…» Ρόζα Λούξεμπουργκ , η Ρώσσικη Επανάσταση,Ύψιλον, σελ. 68
Η εξέγερση της Κροστάνδης ήταν η πρώτη και τελευταία ανταρσία που σημειώθηκε στη διάρκεια της Οκτωβριανής Επανάστασης, στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης
Πηγή: Η εξέγερση της Κροστάνδης, Μάρτιος 1921 , Άρης Αλεξάνδρου, Φυτράκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου