23/03/2017
Ιστορία
Επιμέλεια Αργυρώ Κραββαρίτη http://vathikokkino.gr
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ιστορία του φασισμού 1914 -1945», του Στάνλεϊ Πέιν, Εκδόσεις «Φιλίστωρ»
Στις 23 Μαρτίου 1919 , συγκροτείται στο Μιλάνο της Ιταλίας το φασιστικό κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι, που αρχικά φέρει την ονομασία «Πυρήνες του Αγώνα» (Fasci de Combattimento).
Στην πρώτη του απόπειρα να εκλεγεί στο Κοινοβούλιο, το κόμμα του Μουσολίνι αποτυγχάνει παταγωδώς. Ωστόσο η δράση του στη διάρκεια των μεγάλων απεργιακών αγώνων στην Ιταλία το 1920-1921 ενάντια στους εργάτες (με την οργάνωση εκστρατειών «τιμωρίας» κατά απεργών, συνδικαλιστών, κλπ.) κέρδισε την εύνοια και την ενεργό στήριξη των βιομηχάνων.
Tο 1921 το κόμμα μετονομάζεται σε Εθνικό Φασιστικό Κόμμα
Η Ίδρυση των Fasci Italiani di Combattimento (Πυρήνες του Αγώνα)
Τόσο οι εθνικιστές όσο και οι σοσιαλιστές περίμεναν ότι το τέλος του πολέμου θα παρήγε μεγάλα πράγματα, και η συνεπακόλουθη αίσθηση προσμονής και ακτιβισμού προκάλεσε τη γέννηση της έκφρασης «diciannovismo» (1919-ισμός). Έτσι, ένα τυπικό, αν και στην αρχή τελείως ασήμαντο, diciannovista φαινόμενο ήταν η συγκέντρωση περίπου διακοσίων αριστερών παρεμβατιστών και ένθερμων εθνικιστών, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον έξι γυναικών, σε μια νοικιασμένη αίθουσα στην Πιάτσα Σαν Σεπόλκρο στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου του 1919, για να οργανώσουν ένα καινούργιο επαναστατικό εθνικιστικό κίνημα που ονομάστηκε οι Fasci Italiani di Combattimento.
Οι συμμετέχοντες προέρχονταν, σχεδόν αποκλειστικά, από τέσσερις χώρους: επαναστάτες συνδικαλιστές που έγιναν εθνικοί συνδικαλιστές, λίγοι πρώην σοσιαλιστές που είχαν κάνει με τον Μουσολίνι το ταξίδι προς τον ακραίο εθνικισμό, ο Μαρινέτι και κάποιοι από τους φουτουριστές του (οι οποίοι εγκατέλειψαν τις προσπάθειες που είχαν αρχίσει πριν λίγο καιρό να ιδρύσουν ένα Πολιτικό Φουτουριστικό Κόμμα), 15 και πάνω απ’ όλα κάποια πρώην μέλη των ιταλικών ειδικών δυνάμεων γνωστών ως arditi (οι οποίοι φορούσαν μαύρες στολές στη διάρκεια του πολέμου για να συμβολίζουν το χρώμα του θανάτου).16 Ανάμεσα στους 85 συμμετέχοντες για τους οποίους διαθέτουμε στοιχεία, υπήρχαν 21 συγγραφείς και δημοσιογράφοι, 20 υπάλληλοι, 12 εργάτες, 5 βιομήχανοι και 4 δάσκαλοι. Από τους 104 για τους οποίους έχουμε στοιχεία για την ηλικία τους, η πλειοψηφία ήταν μεταξύ 20 και 40 ετών, μόνον 18 ήταν πάνω από 40 ετών, ενώ οι 14 ήταν κάτω από 20. 17
Ενώ ο ιταλικός φουτουρισμός βοήθησε στην ίδρυση του φασισμού, η άλλη ηγετική ομάδα των φουτoυριστών καλλιτεχνών στη Ρωσία αγκάλιασε ενθουσιωδώς τον κομουνισμό το 1917-18..
Ο κυριότερος ηγέτης ήταν ο Μουσολίνι, που περιστοιχιζόταν από μία εννεαμελή εκτελεστική επιτροπή στην οποία θα λειτουργούσε ως ο πρώτος μεταξύ ίσων. Παρουσίασε το καινούργιο κίνημα ως «αντικομματικό», απορρίπτοντας ως άκαμπτη και στείρα τη συνηθισμένη δομή των πολιτικών κομμάτων. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια καινούργια εθνικιστική ελίτ που θα κινητοποιούσε τις μάζες για την «ιταλική επανάσταση». Όμως, καθώς ο στόχος ήταν η προσέλκυση ενός ευρύτερου νεολαιίστικου κοινού από την Αριστερά και το Κέντρο, ο Μουσολίνι περιέγραψε τα στοιχεία προγράμματος, που δημοσίευσε στις 30 Μαρτίου στην II Popolo d’ltalia, όχι ως καινούργια, «ούτε ακόμη επαναστατικά», αλλά σχεδιασμένα για την επίτευξη της δημοκρατίας και της ανανέωσης του έθνους.
Υποστήριζε την καθολική ψηφοφορία αντρών και γυναικών στην ηλικία των 21, την κατάργηση της ελιτίστικης εξουσίας, τη δημοκρατική εκλογή μιας καινούργιας εθνοσυνέλευσης για να αποφασίσουν πάνω στη μορφή του κράτους, την εργάσιμη ημέρα των 8 ωρών, τη συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση των βιομηχανιών, εκλογές για εθνικά τεχνικά συμβούλια σε όλους τους τομείς της οικονομίας και των δημόσιων υπηρεσιών, και σκληρή πολιτική εναντίον των κληρικών.
Οι «θέσεις» που δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια, στις 13 Μαΐου, ήταν πιο λεπτομερείς και περισσότερο ριζοσπαστικές 18. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ηγέτες των Fasti μιλούσαν για την ανάγκη αποκέντρωσης του εκτελεστικού και μιας εκλεγόμενης ανεξάρτητης κατώτερης δικαστικής εξουσίας, τη δήμευση του μη παραγωγικού κεφαλαίου και της γης των μεγάλων γαιοκτησιών για αναδιανομή τους στους αγρότες, την κατάργηση της μυστικής διπλωματίας, και μία νέα εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ανεξαρτησία και την αλληλεγγύη μεταξύ όλων των λαών, μέσα σε μία γενική ομοσπονδία εθνών. Αυτό το βασικά αριστερό και μερικές φορές επαναστατικό πρόγραμμα δεν είναι ό,τι ο κόσμος εννοεί όταν αναφέρεται στο φασισμό.
Ο Μουσολίνι, προφανώς, δεν πίστευε ότι εγκαθίδρυε ένα καινούργιο κίνημα τον Μάρτιο του 1919 όσο ένα είδος μετώπου για την ανασυγκρότηση των αριστερών επεμβατιστών στην αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδο. Η μοναδική πράξη βίας έλαβε χώρα στο Μιλάνο μετά από τρεις εβδομάδες, στις 5 Απριλίου, όταν μια ομάδα από πρώην arditi μαζί με μέλη από Fasci (περισσότερο οι πρώτοι παρά οι δεύτεροι) επιτέθηκαν σε μία προκλητική σοσιαλιστική διαδήλωση σκοτώνοντας τρεις σοσιαλιστές και αργότερα καίγοντας τα γραφεία του Avanti, της σοσιαλιστικής καθημερινής εφημερίδας.19 Αυτό όμως ούτε σχεδιασμένο ήταν ούτε μια συνηθισμένη Fasci πράξη.
Η κυριότερη ριζοσπαστική εθνικιστική πρωτοβουλία στα 1919 δεν πάρθηκε από τους Fasci di Combattimento αλλά από έναν ήρωα του πολέμου, τον Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο, τον πιο δημοφιλή ποιητή της Ιταλίας, ο οποίος τον Σεπτέμβριο συγκέντρωσε μία μικρή εκστρατευτική δύναμη για να καταλάβει την πόλη της Ανατολικής Αδριατικής Φιούμε. Ο Ντ’Ανούντσιο κυβέρνησε το Φιούμε ως μια ξεχωριστή πόλη-κράτος για 15 μήνες, φέρνοντας έτσι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση την ιταλική κυβέρνηση, η οποία δίσταζε να κινηθεί εναντίον των αλυτρωτικών παρά το γεγονός ότι στις τάξεις τους συμμετείχαν στρατιωτικά τμήματα που είχαν εγκαταλείψει τον τακτικό στρατό. Κάτι ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι ο Ντ’Ανούντσιο πέτυχε να δημιουργήσει ένα νέο στιλ πολιτικής τελετουργίας που συνίστατο σε επεξεργασμένες στολές, ειδικές τελετές και τραγούδια, ομιλίες από το μπαλκόνι του Δημαρχείου μπροστά σε μαζικά ακροατήρια με τη μορφή διαλόγου με τον ηγέτη.
Άλλες σημαντικές συνεισφορές του Ντ’Ανούντσιο και των οπαδών του σ’ αυτό που μετέπειτα θα γινόταν το «φασιστικό στιλ» ήταν η υιοθέτηση των μαύρων χιτώνων των arditi ως στολών, η υιοθέτηση του ρωμαϊκού χαιρετισμού με το δεξί χέρι υψωμένο, οι μαζικές πορείες, η σύνθεση του ύμνου Giovinezza (Νεότητα), η οργάνωση μίας ένοπλης πολιτοφυλακής σε χωριστές μονάδες και η δημιουργία μιας σειράς από ειδικά τραγούδια και σύμβολα.
Τον Αύγουστο του 1920 οι εθνικοί συνδικαλιστές Αλκέστε ντε Άμπρις και Α.Ο. Ολιβέτι τελείωσαν την Carta del Camaro (Καταστατικός Χάρτης του Καρνάρο), το πρώτο κορπορατιστικό σύνταγμα της Ευρώπης, το οποίο υποστήριζε την πολιτική ισότητα όλων των πολιτών και των δύο φύλων, την αποκέντρωση, και μια σχετικά δημοκρατική δομή συντεχνιακής οργάνωσης. Μία συνθήκη μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ιταλίας τελικά αναγνώρισε το Φιούμε ως «ελεύθερη πόλη» αλλά εδαφικά συσχετισμένη με την Ιταλία, και τον επόμενο μήνα μία ιταλική στρατιωτική δύναμη εξεδίωξε τελικά την παρέα του Ντ’Ανούντσιο από την πόλη. Το επεισόδιο στο Φιούμε όμως κατέδειξε την αδυναμία της κυβέρνησης και την εκρηκτική δύναμη του εθνικισμού. Είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως φασιστικό στιλ. 20
Στον Μουσολίνι αυτή η προσπάθεια προξενούσε αμηχανία, γιατί ενώ αμφέβαλλε για την επιτυχία της, ως ριζοσπάστης εθνικιστής έπρεπε να την υποστηρίξει, ακόμα και αν διαρκώς προσπαθούσε να αποφύγει τη σοβαρή εμπλοκή. Γνώριζε πολύ καλά ότι ο Ντ’Ανούντσιο έχαιρε υψηλότερης δημοτικότητας από εκείνον, και μετά το 1920 είχε να αντιμετωπίσει μία άλλη ριζοσπαστική εθνικιστική εναλλακτική πρόταση προς τις Fasci, το σύμβολο του Ντ’Ανούντσιο και του fiumanesimo (την ιδέα της επιχείρησης στο Φιούμε) — κορπορατιστική, εθνικιστική, και κατ’ όνομα δημοκρατική.
Για τις Fasci η ουσία παρέμενε η ίδια. Αν και 18 από τους 19 υποψηφίους τους ήσαν combattenti, όλοι εκτός από έναν γνώρισαν την ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1919. Στο βιομηχανικό Μιλάνο, το κέντρο των Fasci, απέσπασαν μόνον 5.000 από τις 275.000 ψήφους και δεν εξέλεξαν κανέναν, εκτός από τη Τζένοβα, όπου είχαν τη μόνη επιτυχημένη υποψηφιότητα. Οι Fasci στην ουσία δεν είχαν ξεκάθαρη θέση και πρόταση, δεν ήταν ούτε εθνικιστές αλλά ούτε και αριστεροί, κι έτσι δεν απέσπασαν ψήφους από πουθενά. Μετά τις εκλογές, οι σοσιαλιστές του Μιλάνου παρέλασαν μπροστά από το διαμέρισμα του Μουσολίνι μεταφέροντας ένα φέρετρο με τ’ όνομά του.
Στο τέλος του χρόνου οι Fasci διατηρούσαν μόνο 31 τοπικές ομάδες και ο αριθμός των μελών τους έφτανε μόλις τα 870 άτομα. Παρέμεναν μόνο μικρά τμήματα στο Μιλάνο, το Τορίνο, την Κρεμόνα, τη Βενετία και την Τεργέστη.
Στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, που στην αρχή φαινόταν πολύ σκοτεινός, ιθύνων νους των Fasci αναδείχθηκε ο πρώην επαναστάτης συνδικαλιστής Τσέζαρε Ρόσι, που διηύθυνε το επίσημο εβδομαδιαίο όργανο II Fascio. Ο Ρόσι ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, και από τον Ιούνιο του 1920 υπηρέτησε ως αναπληρωτής γενικός γραμματέας. Η τακτική που αυτός και ο Μουσολίνι επινόησαν βασιζόταν καταρχήν στην προσπάθεια να κερδίσουν υπέρ τους τη μετριοπαθή Αριστερά και να μετασχηματίσουν το κίνημα σε «εθνικοσοσιαλιστικό» με τη μορφή ενός είδους «εργατικού κόμματος». 21 Το κίνημα σχεδιάστηκε ως ένα διαταξικό κίνημα παραγωγών, καλωσορίζοντας όλους τους παραγωγούς σε ένα εθνικό συνδικαλιστικό κίνημα που θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει το ρόλο του κράτους.
Οι Fasci ανέκαμψαν λίγο την άνοιξη του 1920, βασιζόμενοι ακόμα στις «εισφορές των μελών και στις δωρεές που συνέλεγαν από συμπαθούντες». 22 Οι συγκεντρώσεις τους είχαν εξελιχθεί σε τελετουργίες με σημαίες, στολές, εγχειρίδια, και στο δεύτερο εθνικό συνέδριο στις 24-25 Μαΐου 1920 ήταν παρούσες 67 τοπικές fasci που είχαν συνολικά 2.375 μέλη (με τις συνδρομές τους πληρωμένες). 23 Συμφωνήθηκε ότι το πρόγραμμα θα έπρεπε να γίνει πιο μετριοπαθές ώστε να ελκύσει τις μεσαίες τάξεις, και τον επόμενο μήνα οι φουτουριστές του Μαρινέτι, που ήταν ένθερμοι οπαδοί της αρχικής επαναστατικότητας, εγκατέλειψαν το κίνημα.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα του 1920 η σοσιαλιστική πλημμυρίδα βρισκόταν στον κολοφώνα της. Το απεργιακό κύμα έφτασε στην αποκορύφωσή του, συνοδευόμενο από διαδηλώσεις και περιστασιακές βίαιες ενέργειες. Υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις αποστασίας μεταξύ των στρατιωτικών τμημάτων. Τον Σεπτέμβριο έλαβε χώρα η «κατάληψη των εργοστασίων», όταν οι οργανωμένοι σοσιαλιστές εργάτες, βρισκόμενοι αντιμέτωποι με μια ξαφνική εργοδοτική απεργία, κατέλαβαν τα εργοστάσια στις κύριες βιομηχανικές περιοχές του Βορρά. Αυτό φαινόταν να είναι το ισοδύναμο της επαναστατικής γενικής απεργίας• αν οι δυνάμεις της εργασίας μπορούσαν να λειτουργήσουν μια βιομηχανική οικονομία από μόνες τους, τότε θα μπορούσαν να αναλάβουν κι ολόκληρη την Ιταλία. Η κυβέρνηση του Τζολίτι, σοφά πράττοντας, απείχε από κάθε παρέμβαση- μετά από δύο εβδομάδες οι σοσιαλιστές κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν μια βιομηχανική οικονομία από μόνοι τους κι εγκατέλειψαν τον έλεγχο των εργοστασίων, με αντάλλαγμα καλύτερες συμβάσεις και τη νομιμοποίηση των εργοστασιακών συμβουλίων.
Το φθινόπωρο του 1920 σημαδεύτηκε από τη σοσιαλιστική πλημμυρίδα στην επαρχία, και ιδιαίτερα στην κοιλάδα του Πο, στο Βορρά. Οι σοσιαλιστές κέρδισαν στις περισσότερες από τις αγροτικές απεργίες και προσπάθησαν να δημιουργήσουν το αγροτικό ισοδύναμο των κλειστών εργοστασίων στο Βορρά, καθιερώνοντας τις αποκλειστικές συμβάσεις και αποκτώντας μια θέση ελέγχου της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, τον Οκτώβριο, η κυβέρνηση νομιμοποίησε την κατοχή των κατειλημμένων κομματιών ιδιωτικής γης σε πολλές επαρχίες από τους εργάτες γης και τους μισακάρηδες. Παρά τη μερική ήττα στην κατάληψη των εργοστασίων, ο σοσιαλισμός φαινόταν ότι συνέχιζε να αναπτύσσεται, και η κυβέρνηση όχι μόνο έκανε λίγα πράγματα για να τον σταματήσει, αλλά φαινόταν και να τον ενθαρρύνει.
Η Άνοδος του Fascismo, 1920-1921
Η εικόνα που παρουσίαζε η Ιταλία ως μία χώρα που είχε μπει στο δρόμο για την κοινωνική επανάσταση ήταν ως έναν βαθμό αυθεντική, αλλά επίσης και παραπλανητική. Η Ιταλία δεν ήταν μια καθυστερημένη μη βιομηχανοποιημένη χώρα αγροτών και εργατών όπως η Ρωσία το 1917, διότι στην πραγματικότητα, στη διάρκεια της προηγούμενης γενιάς, είχε γνωρίσει έναν από τους υψηλότερους οικονομικούς ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο και οι μεσαίες τάξεις επεκτείνονταν αριθμητικά πολύ γρήγορα.
Σύμφωνα με μία μελέτη, το 1881 όλες οι μεσαίες τάξεις (συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών μικρών αγροκτημάτων) έφταναν το 46% του ενεργού πληθυσμού και οι εργάτες γης και οι εργάτες των πόλεων έφταναν το 52%, ενώ το 1921 οι μεσαίες τάξεις είχαν αυξηθεί σε πάνω από 53% και οι εργάτες είχαν μειωθεί στο 45%. 24 Αυτή η αλλαγή ήταν αποτέλεσμα της πρόσκτησης των τίτλων κατοχής γης από τους ακτήμονες τη δεκαετία του 1911-21, στη διάρκεια της οποίας ο αριθμός των κτηματιών διπλασιάστηκε από 1,1 εκατομμύριο σε σχεδόν 2,3 εκατομμύρια – μια μικρή επανάσταση, που όμως στην ουσία της ήταν μάλλον καπιταλιστική παρά σοσιαλιστική. Αυτοί οι καινούργιοι μικροκτηματίες – που συμπεριλάμβαναν κι εκείνους που είχαν μόλις αποκτήσει γη με την άμεση δράση τους- συχνά γίνονταν πολύ συντηρητικοί και εχθρικοί απέναντι στις απόπειρες των αγροτικών συνδικάτων να ελέγξουν την αγροτική οικονομία. Επιπλέον, αν και οι συνδικαλισμένοι εργάτες κατόρθωσαν να διατηρήσουν, ή και σε μερικές περιπτώσεις να βελτιώσουν, το επίπεδο διαβίωσής τους, ο πραγματικός μισθός των υπαλλήλων, δημόσιων και μη, μειωνόταν. Αυτές οι γενικές συνθήκες ενθάρρυναν την αύξηση της ομοψυχίας μεταξύ των μεσαίων τάξεων ως προς την ανάγκη μιας ενεργητικής προάσπισης των συμφερόντων τους από τον επαναστατικό σοσιαλισμό.
Με μια αδύναμη και διαιρεμένη κυβέρνηση που προφανώς δεν είχε τη δύναμη ή τη θέληση να περιορίσει τους σοσιαλιστές, στη διάρκεια του 1919¬20 διαμορφώθηκαν μία σειρά από λίγκες για την άμυνα των μεσαίων στρωμάτων, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που ονομάζονταν Fascio d’ Azione Popolare. Η πιο σημαντική και μαχητική αντισοσιαλιστική οργάνωση ήταν η Ιταλική Εθνικιστική Ένωση (ΑΝΙ), η οποία είχε ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα αυταρχικού κορπορατισμού και ιμπεριαλισμού. Τα μέλη της οργάνωσαν την πρώτη σημαντική εθνικιστική πολιτοφυλακή, τους κυανοχίτωνες Sempre Pronti (Πάντα Έτοιμοι), και πραγματοποίησαν την πρώτη προσχεδιασμένη επίθεση εναντίον της Αριστεράς στην Camera del Lavoro της Μπολόνια, ήδη από τις 15 Ιουλίου 1919.
Οι εθνικιστές ήταν, παρ’ όλ’ αυτά, μία καθαρά δεξιά οργάνωση και ήταν προσανατολισμένοι προς την ελίτ των μεσοαστικών ή των ανωτέρων τάξεων, μη έχοντας καμία πιθανότητα να ηγηθούν ενός μαζικού κινήματος.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βία στην Ιταλία γενικά αυξήθηκε. Στη διάρκεια του 1919 και τους πρώτους έξι μήνες του 1920 οι θάνατοι από τις πολιτικές ταραχές ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες, και οι περισσότεροι από αυτούς προκλήθηκαν από τη δραστηριότητα των σοσιαλιστών, του στρατού και της αστυνομίας. Τα μέλη των Fasci di Combattimento είχαν συμμετάσχει σε σχετικά λίγες τέτοιες ενέργειες στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ύπαρξής τους ως οργάνωσης, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά λόγω της αριθμητικής τους αδυναμίας. Την άνοιξη του 1920 οι Fasci σε πολλές περιοχές του Βορρά οργάνωσαν την πολιτική πολιτοφυλακή των squadre (αποσπασμάτων), η ισχυρότερη των οποίων βρισκόταν στη μόλις ενσωματωμένη πόλη της Τεργέστης, έναν ιταλικό θύλακα εν μέσω μιας σλoβενικής ενδοχώρας.
Χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τη δολοφονία δύο Ιταλών αξιωματικών του ναυτικού στο Σπλιτ, στη γιουγκοσλαβική ακτή, οι squadre της Τεργέστης πέρασαν στην επίθεση στις 20 Ιουλίου, πραγματοποιώντας την πρώτη από μια σειρά επιθέσεων εναντίον σοσιαλιστικών και σλοβενικών οργανώσεων στην πόλη αλλά και στα περίχωρα. Γρήγορα κυριάρχησαν στους δρόμους κι έτρεψαν τους σοσιαλιστές σε φυγή, με τις τοπικές ιταλικές στρατιωτικές αρχές να παρακολουθούν αμέτοχες ή και να προσφέρουν οπλισμό. Στις 3 Ιουλίου, η II Popolo d’ltalia δήλωνε ότι οι Fasci δεν ήταν ούτε «νομοταγείς άσχετα με το τίμημα, ούτε a priori αντινομιμόφρονες», και έγραφε ότι «δεν διακηρύσσουν τη βία για χάρη της βίας, αλλά απαντούν σε κάθε βίαιη ενέργεια περνώντας στην αντεπίθεση», και γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσουν «τα μέσα που αρμόζουν στις περιστάσεις».
Το φθινόπωρο του 1920, το επίκεντρο της δράσης των Fasci μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από τις πόλεις στην ύπαιθρο, όπου παρουσιάζονταν νέες ευκαιρίες. Η σοσιαλιστική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της στις βόρειες αγροτικές περιοχές εκείνο το φθινόπωρο, όταν μετά από ένα μαζικό κύμα απεργιών ακολούθησε μια σειρά σοσιαλιστικών νικών στις τοπικές δημοτικές εκλογές. Οι σοσιαλιστές ανακοίνωσαν ότι ο έλεγχος των τοπικών κυβερνήσεων θα προσφέρει την αρχική βάση για την επανάσταση, ενώ με τις απεργίες των εργατών γης και με οργανωμένες εκστρατείες προσπάθησαν να εξαναγκάσουν τους μικροϊδιοκτήτες και τους εργάτες γης να εγγραφούν στα σοσιαλιστικά συνδικάτα.
Μελανοχίτωνες squadristi των Fasci άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των σοσιαλιστών στη ύπαιθρο, επειδή εκεί μπορούσαν να βασίζονται περισσότερο στη νεοαποκτηθείσα υποστήριξη όλων κυριολεκτικά των τμημάτων της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, ακόμα και μερικών εργατών γης. Για πρώτη φορά οι Fasci άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία. Τους τελευταίους εφτά μήνες του χρόνου σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν.
Αρχικά, ο Μουσολίνι είχε υποστηρίξει τη σοσιαλιστική κατάληψη των εργοστασίων αποκλειστικά ως μέσο για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, αλλά πολύ γρήγορα κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των σοσιαλιστικών οργανώσεων, όχι, όπως είπε, τόσο λόγω αυτού καθεαυτού του οικονομικού τους προγράμματος, όσο λόγω της εκ των ένδον υπονόμευσης της ιταλικής ενότητας και του διεθνισμού τους. Ενάντια στην επανάσταση του ταξικού διεθνισμού, οι Fasci αντιπαρέθεταν την ιταλική εθνική επανάσταση (που γινόταν όλο και πιο ασαφής όσον αφορά τους κοινωνικοοικονομικούς της στόχους) και εξαπέλυαν αναρίθμητες «εκστρατείες αντιποίνων» των squadre στην ύπαιθρο για να λεηλατήσουν τα γραφεία των σοσιαλιστών και να διαλύσουν τα συνδικάτα. Η II Fascio δήλωνε στις 16 Οκτωβρίου: «Αν πρόκειται να γίνει εμφύλιος πόλεμος, ας γίνει!»25 Τα squadre ήταν οργανωμένα σε ομάδες των τριάντα έως πενήντα μελών, που συχνά είχαν ως ηγέτες τους πρώην αξιωματικούς του στρατού και κατά ένα μέρος απαρτίζονταν από βετεράνους. Σύντομα αποδείχθηκαν πολύ πιο αποτελεσματικά και επιθετικά στη χρήση βίας από οποιαδήποτε σοσιαλιστική ομάδα. Η βία εξαπλώθηκε ραγδαία στη Βόρεια Ιταλία μετά από μια αιματηρή μάχη με τους σοσιαλιστές στη Μπολόνια στις 20 Νοεμβρίου.26
Αν και ο όρος είχε περιστασιακά χρησιμοποιηθεί ήδη από το 1914 (και πιθανόν ακόμα νωρίτερα), δεν ήταν παρά το φθινόπωρο του 1920 που ένας νέος «-ισμός» άρχισε να κυριαρχεί στην Ιταλία: η λέξη φασισμός άρχισε τώρα να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το όλο και πιο βίαιο κίνημα των Fasci di Combattimento, τα μέλη των οποίων αποκαλούνταν φασίστες tout court. Έτσι, η χρήση οργανωμένης πολιτικής βίας —πολύ περισσότερο οργανωμένης, συντονισμένης και επιθετικής από την περιορισμένη βία της ιταλικής Αριστεράς— αποδείχθηκε θεμελιώδης για την ξαφνική άνοδο του φασισμού το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1920-21. Όμως η αντίληψη ότι οι φασίστες κατά κάποιο τρόπο ανακάλυψαν τη σύγχρονη πολιτική βία, είναι αξιοθρήνητα επιφανειακή. Κάποιου είδους στρατιωτική ή παραστρατιωτική πολιτοφυλακή αποτελούσε λίγο-πολύ αναπόσπαστο κομμάτι της γιακωβίνικης παράδοσης, και ήταν χαρακτηριστική για τους αριστερούς αλλά και τους φιλελεύθερους σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία κατά τον 19ο αιώνα.
Ο εφευρέτης του «κινήματος των χιτώνων» ήταν πράγματι Ιταλός, αλλά ήταν ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι των δημοκρατών ρεπουμπλικάνων της δεκαετίας του 1860, κι όχι ο Μουσολίνι. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η οργάνωση παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών συζητιόταν όλο και πιο πολύ από πάρα πολλές οργανώσεις. Όμως η συστηματική χρήση της πολιτικής πολιτοφυλακής αποτελούσε καινοτομία των μπολσεβίκων του Λένιν στη Ρωσία, οι οποίοι πολύ γρήγορα ανύψωσαν την πολιτική βία σε άνευ προηγουμένου επίπεδα. Στην Ιταλία, εντούτοις, η σοσιαλιστική βία παρέμεινε σποραδική, ενώ οι φασίστες ήταν εκείνοι που μετέβαλαν τη συστηματική της χρήση σε βασική μορφή δράσης. Ο φασισμός γρήγορα έγινε μια πολιτική δύναμη που βασιζόταν στη στρατιωτική οργάνωση, κάτι άγνωστο έξω από τη Ρωσία.
Ως ηγέτες ενός εθνικιστικού «πολέμου εναντίον του μπολσεβικισμού» οι Fasci αυξήθηκαν από 20.000 μέλη -που πλήρωναν τακτικά τη συνδρομή τους – στα τέλη του 1920 σε σχεδόν 100.000 μέλη στα τέλη του Απριλίου του 1921, και τον αμέσως επόμενο μήνα σχεδόν διπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 187.588 μέλη. 27 Είχαν καταστεί ένα μαζικό κίνημα, στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη πολιτική οργάνωση της Ιταλίας, αφού τα μέλη των σοσιαλιστών ήταν οργανωμένα κυρίως μέσω των εργατικών συνδικάτων. Τα καινούργια μέλη προέρχονταν δυσανάλογα από τα χαμηλότερα μεσοαστικά στρώματα, και σε μερικές περιπτώσεις τοπικές ομάδες αγροτών στη Βόρεια Ιταλία μετακινήθηκαν κατευθείαν από τη σοσιαλιστική CGL ή άλλες οργανώσεις στις Fasci. Οι πολιτικές τους θέσεις βρίσκονταν τώρα σε ρευστή κατάσταση.
Ο Μουσολίνι και άλλοι εκπρόσωποι διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ αυτού που αποκαλούσαν παραγωγική και παρασιτική μπουρζουαζία, δηλώνοντας ότι οι Fasci ήταν ένα κίνημα για όλους τους παραγωγικούς Ιταλούς. Εντάθηκαν οι συζητήσεις για την ανάγκη ενός «ισχυρού κράτους», ενώ γίνονταν συζητήσεις ακόμα και για μια εθνικιστική δικτατορία, μια δικτατορία που θα ακολουθούσε πιο φιλελεύθερη οικονομική πολιτική για να μειώσει ή να εξαλείψει πολλές από τις κρατικές εξουσίες στην οικονομία και να επιτρέψει στον αυτόνομο και αποκεντρωμένο εθνικό συνδικαλισμό να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις της Ιταλίας. Μερικοί τοπικοί ηγέτες των Fasci όμως διακήρυξαν πως η «γη πρέπει να ανήκει σ’ αυτούς που τη δουλεύουν», και τον Φεβρουάριο οργανώθηκε το πρώτο φασιστικό συνδικάτο, μια πρωτοβουλία που σύντομα εξελίχθηκε σε μια εθνική συνδικαλιστική οργάνωση.
Στην περίοδο μεταξύ του τέλους του 1920 και των πρώτων μηνών του 1921, οι Fasci άλλαξαν τελείως τη φυσιογνωμία, το χαρακτήρα, την κοινωνική δομή, τα κομβικά κέντρα, την ιδεολογία, ακόμα και τα μέλη τους. Από τους ηγέτες τους, μόνο ο Μουσολίνι και κάποιοι άλλοι παρακολούθησαν μέχρι τέλους όλες αυτές τις φάσεις. Πολλά από τα αρχικά μέλη στην πορεία παραμερίστηκαν, κάποιοι απ’ αυτούς πέρασαν στην απέναντι πλευρά, αλλά ο μεγαλύτερος αριθμός τους βρέθηκε, σχεδόν ακούσια, να είναι πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι ήταν στην αρχή, ενώ υποκαταστάθηκαν στην ηγεσία του κινήματος από καινούργια στοιχεία, διαφορετικής προέλευσης και εξέλιξης, που ήταν δεμένα με πολύ διαφορετικές πραγματικότητες.28
Ο φασισμός του Σαν Σεπόλκρο ήταν μικροσκοπικός και αστικός, ενώ ο μαζικός φασισμός του 1921 ήταν κατά κύριο λόγο αγροτικός, σε κομβικές περιοχές του Βορρά, και διευθυνόταν από καινούργιους ras, ή τοπικούς ηγέτες, όπως ο Ίταλο Μπάλμπο στη Φεράρα, ο Ντίνο Γκράντι στη Μπολόνια και ο Ρομπέρτο Φαρινάτσι στην Κρεμόνα. Ο νέος μαζικός φασισμός δεν είχε δημιουργηθεί τόσο από τον Μουσολίνι όσο ξεπετάχτηκε τριγύρω μία καταγραφή, στους πρώτους 4,5 μήνες του 1921 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 207 πολιτικές δολοφονίες, στις οποίες οι σοσιαλιστές αριθμούσαν σαφώς περισσότερα θύματα από τους φασίστες, ενώ δέκα ακόμα σοσιαλιστές δολοφονήθηκαν την επομένη των εκλογών.31 Ο στρατός και οι κρατικοί υπάλληλοι στην πλειοψηφία τους (αν και όχι όλοι) διέκειντο ευμενώς προς τη φασιστική επίθεση, και σε μερικές περιοχές βοήθησαν τους squadristi στην πρόσκτηση όπλων, αν και στις 20 Απριλίου ο πρωθυπουργός έστειλε αυστηρές οδηγίες για να σταματήσει αυτή η συνεργία. Δεν ήταν όλες οι βίαιες ενέργειες πρωτοβουλίες των φασιστών• στις 23 Μαΐου, μία βόμβα που μπήκε από αναρχικούς σ’ ένα θέατρο του Μιλάνου, σκότωσε 21 άτομα και τραυμάτισε περίπου διακόσια.
Η μεταβολή του φασισμού σε μαζική οργάνωση, καθώς και η επιτυχία του, όσο μέτρια και αν υπήρξε, στις εκλογές, έθεταν ερωτήματα για το μέλλον του. Παρά την εισροή μελών από τη μεσοαστική τάξη που, σε μερικές περιπτώσεις, ήταν σχετικά συντηρητικοί, ο Μουσολίνι δεν ήθελε να χάσει τη θέση του στην Αριστερά. Σκεφτόταν ακόμα ως πιθανότητα την αποκρυστάλλωση αυτού του κινήματος σε ένα «Φασιστικό Εργατικό Κόμμα» ή «Εθνικό Εργατικό Κόμμα».
Στις 22 Μαΐου ανακοίνωσε ότι ο ρεπουμπλικανισμός των Fasci θα πρέπει να αναπτυχθεί πιο πολύ, και έθεσε το ζήτημα της δυνατότητας μιας νέας συμμαχίας με τους σοσιαλιστές —με την προϋπόθεση ότι θα απέρριπταν το διεθνισμό και την ταξική επανάσταση— και τους δημοκρατικούς καθολικούς Popolari, για να διαμορφώσουν ένα είδος εθνικιστικής-αριστερής κυβέρνησης. Αυτό ξεσήκωσε κραυγές διαμαρτυρίας τόσο από τους πιο συντηρητικούς φασίστες όσο και από τους κυβερνώντες φιλελεύθερους, που αισθάνθηκαν προδομένοι αφού είχαν συμπεριλάβει τους φασίστες στο εκλογικό τους μέτωπο.
Ο Μουσολίνι στην πραγματικότητα ένιωθε μεγάλη πίεση για τον περιορισμό της αντισοσιαλιστικής βίας, και δεν μπορούσε ακόμα να φανταστεί την υιοθέτηση μιας κατηγορηματικής θέσης εναντίον της Αριστερός. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος από μια επαναστατική αριστερή επίθεση είχε περάσει, διότι, όπως είχε δηλώσει στην II Popolo d’ltalia τον Ιούλιο του 1921, «το να πιστεύουμε ότι ο κίνδυνος του μπολσεβικισμού υπάρχει ακόμα στην Ιταλία, είναι σα να συγχέουμε το φόβο με την πραγματικότητα». Ίσως ένας στόχος του να ήταν η αποστασιοποίηση της CGL, της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, από τη στενή της σχέση με τους σοσιαλιστές. Εν τω μεταξύ, τον Ιούλιο, ο Μουσολίνι ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους σοσιαλιστές ηγέτες για ένα προσωρινό «σύμφωνο ειρήνευσης» —κάτι που επιθυμούσαν και οι σοσιαλιστές— που θα διατηρούσε υπό έλεγχο τη βία.
Όμως σ’ αυτό ακριβώς το σημείο η βία κινδύνευε να γίνει τελείως ανεξέλεγκτη. Στις 21 Ιουλίου, μια εκστρατεία 500 squadristi στη Σαρτζάνα, μια πόλη κοντά στη Γένοβα, αναχαιτίστηκε από την αστυνομία, η οποία άρχισε να πυροβολεί εναντίον των φασιστών. Τοπικοί σοσιαλιστές συμμετείχαν στην αντεπίθεση• 18 μελανοχίτωνες σκοτώθηκαν, και ακούγονταν φωνές για βεντέτα αντεκδίκησης. Τις βδομάδες που ακολούθησαν πραγματοποιήθηκαν τα φασιστικά αντίποινα- στην πόλη Γκροσέτο 9 άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Τέτοιες πράξεις μεγαλοποιούνταν από τους σκληροπυρηνικούς μελανοχίτωνες για να σαμποτάρουν τις διαπραγματεύσεις με τους σοσιαλιστές.
Η απάντηση του Μουσολίνι, στις 22 Ιουλίου, ήταν η δημιουργία της πρώτης επιτροπής εκκαθάρισης των Fasci για το ξερίζωμα των ανεξέλεγκτων στοιχείων και των ποινικών, και η II Popolo d ’Italia παραδέχτηκε ότι σε κάποιες περιοχές οι squadristi ήταν εκτός ελέγχου. Στις 2 Αυγούστου, υπογράφτηκε επίσημα στη Ρώμη ένα Σύμφωνο Ειρήνευσης από τους ηγέτες των Fasci και του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Δύο εβδομάδες αργότερα, σε μια ανεξάρτητη συγκέντρωση, οι ras από τις περισσότερες επαρχίες του Βορρά μαζεύτηκαν στη Μπολόνια για να αποκηρύξουν το Σύμφωνο. Φασιστικά στελέχη και επαρχιακοί ηγέτες έβλεπαν τους σοσιαλιστές ως εχθρούς του έθνους που έπρεπε να καταστραφούν. Αν και μερικές τοπικές Fasci αποδέχθηκαν το Σύμφωνο, οι κυριότεροι επαρχιακοί ηγέτες κριτικάρισαν σκληρά τον Μουσολίνι, δηλώνοντας ότι δεν δημιούργησε αυτός το κίνημα, το οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει και χωρίς αυτόν. Απέρριπταν σθεναρά κάθε αντίληψη «κοινοβουλευτικής λύσης» για τα προβλήματα της Ιταλίας, και στις 18 Αυγούστου ο Μουσολίνι παραιτήθηκε από επικεφαλής της εθνικής εκτελεστικής επιτροπής των Fasci, αν και η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή.32
Τον Σεπτέμβρη, οι ηγέτες του κόμματος είχαν δύο μυστικές αντιμουσολινικές συναντήσεις. Τα δόγματα των Fasci απαιτούσαν ισχυρή ηγεσία, αλλά η εναντίωση στη διαιωνιζόμενη αριστερή προσήλωση του Μουσολίνι και την τάση του για συμβιβασμό ήταν αρκετά έντονη. Ένας εναλλακτικός ηγέτης ήταν ο Ντ’Ανούντσιο. Από τότε που εκδιώχθηκε από το Φιούμε, είχε δημιουργήσει τη δική του ακραία εθνικιστική οργάνωση, που είχε ωστόσο και κάποια προοδευτική χροιά, τη Federazione Nazionale dei Legionari Fiumani (FNLF). Τον περισσότερο χρόνο ωστόσο ασχολούνταν με τη λογοτεχνική εργασία, και υιοθετούσε μια διφορούμενη στάση παρουσιάζοντας τον εαυτό του άλλοτε ως υποστηρικτή του φασισμού και άλλοτε ως την εναλλακτική λύση έναντι του φασισμού.33 Παρομοίως, ορισμένοι ήλπιζαν ότι η επαναστατική-συνδικαλιστική Unione Italiana del Lavoro (UIL) θα υιοθετούσε το φασισμό και θα βοηθούσε στη δημιουργία μιας περισσότερο εθνικιστικής εργατικής βάσης απ’ ό,τι η σοσιαλιστική CGL, αλλά τόσο το συνέδριο της UIL όσο και της FNLF, τον Σεπτέμβριο, υιοθέτησαν έντονα αντιφασιστικές θέσεις.34
Η Συμφωνία Ειρήνευσης κατέστη νεκρό γράμμα από τη στιγμή που υπογράφτηκε, και γενικά αγνοήθηκε από τους πιο δραστήριους squadristi. Οι τελευταίοι ισχυρίζονταν ότι η επίσημη ίδρυση του Κομουνιστικού Κόμματος νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, που ακολουθήθηκε από τη διαμόρφωση της μαχητικής αριστερής Arditi del Popolo, ήταν απλώς πρόξενος περισσότερης βίας και υπονομευτικής δράσης. Τον Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε μία μεγάλης έκτασης φασιστική «πορεία προς τη Ραβένα»• συνολικά, στις 60 μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της Συμφωνίας, σκοτώθηκαν 21 φασίστες (κυρίως squadristi) κι ένας αδιευκρίνιστος αριθμός αριστερών.35 Τον Οκτώβριο, στο καινούργιο σοσιαλιστικό συνέδριο, κυριάρχησαν για μία ακόμη φορά οι επαναστάτες «μαξιμαλιστές». Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι σκληροπυρηνικοί φασίστες, που ήταν αποφασισμένοι να υποθάλψουν τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον της Αριστερός ως το εφαλτήριο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Η Οργάνωση του Partito Nazionale Fascista (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα)
Βλέποντας ότι το Σύμφωνο Ειρήνευσης ήταν νεκρό γράμμα, ο Μουσολίνι γρήγορα αντελήφθη πως θα μπορούσε να επιτύχει περισσότερα για την οργάνωση και την πειθάρχηση των Fasci αποδεχόμενος τη συνέχιση της βίας σε αντάλλαγμα μιας συμφωνίας για τη σύγκληση ενός εθνικού συνεδρίου που θα μετέτρεπε το κίνημα σε οργανωμένο κόμμα. Το συνέδριο αυτό διεξήχθη στη Ρώμη στις 7-10 Σεπτεμβρίου του 1921, εν μέσω της σχετικής αδιαφορίας του τοπικού πληθυσμού — δείχνοντας ότι, παρά την επιτυχία του φασισμού να κινητοποιεί υποστηρικτές στο Βορρά, δεν ήταν πλήρως ένα κίνημα εθνικών διαστάσεων, και όσο νοτιότερα πήγαινες στη χερσόνησο, τόσο πιο αδύναμος γινόταν.
Η συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων υποστήριξε το μετασχηματισμό των Fasci σε ένα κανονικό Partito Nazionale Fascista (PNF), καθοδηγούμενο από μια 19μελή κεντρική επιτροπή που θα εκπροσωπούσε τις διάφορες περιοχές και μια εκτελεστική επιτροπή των έντεκα με επικεφαλής τον Μουσολίνι, του οποίου η ηγετική θέση ήταν γενικά και πάλι αποδεκτή. Τώρα γινόταν όλο και πιο πολύ γνωστός ως Duce (Ηγέτης), ένας από τους καινούργιους ρωμαϊκούς νεολογισμούς που ήταν πολύ δημοφιλής μέσα στο κίνημα και προερχόταν από το λατινικό dux. Όμως οι σημαντικότεροι υπαρχηγοί του ήταν άνθρωποι διαφορετικοί από αυτούς με τους οποίους είχε ιδρύσει το κίνημα δύο χρόνια νωρίτερα.36
Το καινούργιο κόμμα ορίσθηκε ως μια «επαναστατική πολιτοφυλακή που έχει τεθεί στην υπηρεσία του έθνους. Ακολουθεί μια πολιτική που βασίζεται πάνω σε τρεις αρχές: τάξη, πειθαρχία, ιεραρχία»37. Το συνέδριο καλούσε για ένα ισχυρό ιταλικό κράτος υποστηριζόμενο από εθνικά τεχνικά συμβούλια, και —εν αντιθέσει με τις αρχικές Fasti του 1919— υιοθέτησε τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος ήταν υπέρ της παραγωγικότητας και του «οικονομικού φιλελευθερισμού», σε αντίθεση με την τοξικότητα και τον κολεκτιβισμό, το πρόγραμμα όμως του συνεδρίου διαφοροποιούνταν από το φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα στο ότι επεφύλασσε μια ισχυρή ηγετική και συντονιστική θέση στο κράτος. Το κόμμα θα αποτελείτο από τρία τμήματα: τα μέλη, τα squadre και τα φασιστικά συνδικάτα. Υποτίθεται ότι κάθε τοπική fascio θα οργάνωνε το δικό της squadra d’azione, που θα εξέλεγε τον ηγέτη του, ενώ το κόμμα θα δημιουργούσε επίσης gruppi di competenza (κυριολεκτικά: ομάδες αρμοδιότητας) για να προσφέρουν συμβουλές και καθοδήγηση σε όλα τα σημαντικά τεχνικά επίπεδα της εθνικής ζωής.
Στον βαρυσήμαντο λόγο του στο Κοινοβούλιο την 1η Δεκεμβρίου, ο Μουσολίνι δήλωνε ότι «το φασιστικό πρόγραμμα δεν είναι μια θεωρία από δόγματα γύρω από τα οποία δεν είναι ανεκτή καμία συζήτηση. Το πρόγραμμά μας βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς επεξεργασίας και μετασχηματισμού».38 Αυτός ο πραγματισμός, ο οπορτουνισμός και η αοριστία προσέφεραν το έδαφος στην κριτική κατά των φασιστών ότι δεν διαθέτουν κανένα πραγματικό δόγμα εκτός από την ωμή βία. Η έμφαση στη δράση και το δυναμισμό, και το αξίωμα ότι η δράση προηγούνταν της ιδεολογίας, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγαλοποίηση του φασιστικού φιλοσοφικού βιταλισμού και της ανορθολογικότητας. Στην οικονομία, το κόμμα ήθελε να μειώσει τις κρατικές δαπάνες, να βελτιώσει τη φορολογική δομή, να εξαλείψει τις περισσότερες κρατικές επιδοτήσεις, να εγγυηθεί το ελεύθερο εμπόριο και να ενθαρρύνει το σχηματισμό κεφαλαίου, καθώς επίσης και την προώθηση του οκταώρου και της προοδευτικής κοινωνικής νομοθεσίας. Το αρχικά ρεπουμπλικανικό κίνημα τώρα δηλωνόταν ως «αγνωστικιστικό» όσον αφορά στο ζήτημα της δημοκρατίας εναντίον του μοναρχισμού.
Την ίδια εποχή είχε συμπτυχθεί ένας αριθμός από διαφωνούσες φασιστικές ομάδες οι οποίες σχημάτισαν «αυτόνομους» και αντιπολιτευτικούς κύκλους σε πολλές και διαφορετικές πόλεις, όπως η Φλωρεντία, η Φεράρα, το Μπάρι και ο Τάραντας.39 Ο Μουσολίνι πέτυχε όμως την επανένωση του μεγαλύτερου μέρους του κινήματος υπό την ηγεσία του. Οι ανταγωνιστικοί τοπικοί ηγέτες συντάχθηκαν γύρω από αυτόν, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, καθοδηγούμενοι από τον πιο σημαντικό επικριτή του, τον Ντίνο Γκράνη, τον 26χρονο ras της Μπολόνια.
Πίνακας 4.1. Κοινωνική ή επαγγελματική θέση των μελών τον PNF, Νοέμβριος 1921
Κοινωνική Προέλευση Ποσοστό των μελών του PNF
Εργάτες γης 24,3
Εργάτες των πόλεων 15,4
Σπουδαστές 13,8
Αγρότες και γαιοκτήμονες 12,0
Ιδιωτικοί υπάλληλοι 9,8
Πωλητές και βιοτέχνες 9,2
Ελεύθεροι επαγγελματίες 6,6
Δημόσιοι υπάλληλοι 4,8
Βιομήχανοι 2,8
Εκπαιδευτικοί Μ
Ναυτικοί 1,0
Πηγή: R. De Felice, Mussolini ilfascista (Τορίνο, 1966), 1:6.
Σημείωση: Τα ποσοστά δεν αθροίζονται σε 100,0 λόγω στρογγυλοποίησης.
Το συνέδριο ανακοίνωσε oτι ο αριθμός των μελών του κόμματος έφτανε περίπου τις 220.000, γεγονός που επιβεβαιώνεται grosso modo από μια σχετική αναφορά της αστυνομίας. Περισσότερα από τα μισά μέλη – 135.349- ήταν συγκεντρωμένα στο Βορρά, 42.576 στο Νότο, 26.846 στην Κεντρική Ιταλία (αναλογικά η πιο ασθενής αναλογία μελών) και 13.682 στα νησιά.40 Από τα 151.644 μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, περισσότερα από τα μισά —87.182— ήσαν βετεράνοι του στρατού και σχεδόν 25% ήσαν κάτω από την ηλικία ψήφου. Η συλλογή στοιχείων για την κοινωνική και επαγγελματική θέση ενός μεγάλου αριθμού μελών απέδειξε οτι η εντύπωση πως τα μέλη προέρχονταν σε μεγάλο ποσοστό από τη μεσοαστική τάξη δεν ήταν και τόσο σωστή.
Το 1922 ο αριθμός των μελών θα αυξηθεί κι άλλο, σε περίπου 250.000. (Εντωμεταξύ, τα μέλη του σοσιαλιστικού κόμματος θα μειωθούν στις 70.000, και τα μέλη του CGL θα πέσουν από τα 2 εκατομμύρια σε μόλις 400.000). Το 1922, το κόμμα εξέδιδε πέντε ημερήσιες εφημερίδες, δύο περιοδικά και περισσότερες από ογδόντα άλλες τοπικές εκδόσεις. Ο Μουσολίνι αναφερόταν τώρα στα μέλη του κόμματος ως την καινούργια ελίτ της Ιταλίας, μία ξεχωριστή καινούργια τάξη που είχε γεννηθεί «από το λαό», και ιδιαίτερα από την ύπαιθρο, για να προσφέρει την ηγεσία της στην αναγέννηση και την επέκταση του έθνους.
Αν τα στοιχεία για τον αριθμό των μελών είναι ακριβή, τότε εκείνη την περίοδο το PNF ήταν πολύ κοντά στο να αντιπροσωπεύει συνολικά την κοινωνική δομή της Ιταλίας. Οι εργάτες των πόλεων και οι εργάτες γης αποτελούσαν το 41,4% του ενεργού πληθυσμού και το 39,7% των μελών του κόμματος. Το μόνο πληθυσμιακό τμήμα που υπερεκπροσωπούνταν ήταν οι σπουδαστές, που συνιστούσαν το 13,8% των μελών. Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία ήταν σε μεγάλο βαθμό μεσοαστική, και τουλάχιστον το 80% των μελών της προερχόταν από τα μεσαία στρώματα.
Από τα 127 υψηλόβαθμα ηγετικά στελέχη, το 77% ανήκε στη μεσαία τάξη, ενώ μόνο το 4% ανήκε στην πολύ πλούσια αστική τάξη. Από την ομάδα αυτή, γύρω στο 35% ήταν δικηγόροι, ενώ οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι έφταναν το 22% και οι εκπαιδευτικοί το 6%. Από τους 14 ανώτερους στην ιεραρχία ηγέτες, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Μουσολίνι, οι πολιτικές απαρχές των 7 βρίσκονταν στην επαναστατική Αριστερά και τους ρεπουμπλικάνους. Αλλά από τους 136 ομοσπονδιακούς γραμματείς του κόμματος, τον πρώτο χρόνο της ύπαρξής του, μόνο οι 37 προέρχονταν από την Αριστερά, ενώ οι 22 ήσαν Ελευθεροτέκτονες (μια ομάδα που αργότερα προγράφτηκε από το μουσολινικό καθεστώς).41
Αναπτύχθηκαν επίσης κλαδικές οργανώσεις. Ξεχωριστές φασιστικές σπουδαστικές ομάδες υπήρχαν ήδη από τα μέσα του 1920, και αρχικά αποτελούσαν το πιο ριζοσπαστικό μέρος του κόμματος. Οταν έγινε το συνέδριο, ανασυγκροτήθηκαν στην Avanguardia Giovanile Fascista για τους μαθητές των σχολείων και τη Federazione Nazionale Universitaria Fascista για τους φοιτητές.42 Οι πρώτες fasci femminili —τμήματα για γυναίκες- μέλη— συγκροτήθηκαν επίσης το 1920, και το νέο καταστατικό του κόμματος εγκαθίδρυσε μια ξεχωριστή ιεραρχία γι’ αυτές τις ομάδες, στις οποίες μπορούσαν να εγγραφούν ως μέλη γυναίκες που ήταν πάνω από 16 ετών.43
Τα συνδικάτα, που για πρώτη φορά οργανώθηκαν σε κάποιες πόλεις στις αρχές του 1921, αναδιοργανώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1922 ως Confederazione Nazionale delle Corporazioni Sindacali (CNCS). Αυτή η οργάνωση πολύ σύντομα ισχυριζόταν ότι είχε μισό εκατομμύριο μέλη, αν και οι αυτόνομες φιλοδοξίες των ηγετών της είχαν ήδη καταπνiγεί.44 Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 1922, 40% από τα έσοδα του κόμματος προήλθαν από συνδρομές και ιδιωτικές συνεισφορές• τα περισσότερα από τα υπόλοιπα προσέφεραν τράπεζες και ορισμένοι μεγάλοι βιομήχανοι45.
Στα τέλη του 1921, οι φασιστικές τελετουργίες και τα στιλ, που δομήθηκαν πάνω σε στοιχεία τα οποία εισήγαγε ο Ντ’Ανούντσιο στο Φιούμε, είχαν αναπτυχθεί πλήρως. Περιλάμβαναν περίπλοκες τελετουργίες, συνοδευόμενες από αναρίθμητες σημαίες και ειδικά καινούργια οπτικά σύμβολα, που συνοδεύονταν από μαζικά άσματα. Συχνές και μεγάλης κλίμακας δημόσιες πορείες ήταν ένα πολύ κοινό χαρακτηριστικό. Κεντρικό σύμβολο του φασιστικού τελετουργικού είχαν γίνει οι ιδιαίτερα εντυπωσιακές και πολύ πλούσιες νεκρώσιμες τελετές γι’ αυτούς που έπεσαν, οι οποίες συνένωναν τους ζωντανούς με τους νεκρούς σε μια τιμητική εκδήλωση για το κουράγιο και την υπέρβαση της απλής θνητότητας. Η μαζική απάντηση «Presente!» (Παρών!) στο άκουσμα του ονόματος του φονευμένου συντρόφου, εξέφραζε την καινούργια φασιστική λατρεία της υπερβατικότητας διαμέσου της βίας και του θανάτου.
Αν και ο squadrismo είχε σχεδόν αφεθεί εντελώς ελεύθερος, στις αρχές του 1922 ο Μουσολίνι προσπάθησε να οικοδομήσει μια πιο οργανωμένη διοικητική δομή, δημιουργώντας μία εθνική διεύθυνση για τα squadre, τώρα υπό την εποπτεία τεσσάρων περιφερειακών γενικών επιθεωρητών, και με ένα σύνολο ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο που εκδόθηκαν τελικά στις 3 Οκτωβρίου του 1922. Αντιθέτως, όντας ανήμποροι (ή, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, απρόθυμοι) να συναγωνιστούν στο επίπεδο της μαζικής βίας, υψηλόβαθμοι ηγέτες των σοσιαλιστών έδωσαν εντολές στους οπαδούς τους να μην ανταποδίδουν. Αυτή η παθητικότητα έγινε εμφανής επίσης στη μείωση των απεργιών το 1921, όταν ο αριθμός των διακοπών της αγροτικής εργασίας έπεσε κατακόρυφα (πάνω από 90%) και ο συνολικός αριθμός απεργιών έπεσε στο μισό.
Δεν υπάρχει κάποια ικανοποιητική μελέτη για την πολιτική βία στην Ιταλία αυτά τα χρόνια. Πριν από τον πόλεμο, η Νότια Ιταλία είχε πολύ υψηλό αριθμό ανθρωποκτονιών και η Βόρεια χαμηλό. Όπως γράφει και ο Άντριαν Λίτελτον, «ο αριθμός ανθρωποκτονιών για την Ιταλία ως σύνολο ανέβηκε από το 8,62 το 1919 (ακόμα κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα) στο 13,95 το 1920, κι έφτασε στο υψηλότερό του σημείο, 16,88, το 1922».46 Η πολιτική βία ήταν συγκεντρωμένη στον, από άλλες απόψεις, σχετικά μη βίαιο Βορρά, και στη διάρκεια του 1919 και του 1920 μόλις έφτασε την άνοδο του αριθμού των ανθρωποκτονιών στη Σικελία αυτά τα δύο χρόνια (390). Τα δύο χρόνια με την πιο έντονη πολιτική βία ήταν το 1921 και το 1922, όταν η φασιστική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Οι φασίστες υπέστησαν επίσης κάποιες απώλειες και μερικές φορές ισχυρίζονταν ότι «χιλιάδες» μέλη τους φονεύτηκαν από τους «ανατρεπτικούς», αλλά ο πλησιέστερος αριθμός σε μια λεπτομερή έκθεση για τους φασίστες δείχνει ότι εν συνόλω δολοφονήθηκαν 463 φασίστες μεταξύ 1919 και 1922. 47 Μία κατοπινότερη κυβερνητική έκθεση αναφέρει πως μόνον 428 μέλη τους φονεύτηκαν μέχρι τα τέλη του 1923.
Ο αριθμός των αριστερών, κατά κύριο λόγο σοσιαλιστών, που σκοτώθηκαν από τους φασίστες ήταν τουλάχιστον διπλάσιος. Ο Γκαετάνο Σαλβεμίνι υπολόγισε αργότερα ότι περίπου 900 σοσιαλιστές είχαν σκοτωθεί στα τέλη του 1922, κι αυτός ο αριθμός είναι πιο κοντά στην αλήθεια.48 Όμως όλοι αυτοί δεν φονεύτηκαν από τους φασίστες, αφού οι επίσημες στατιστικές δείχνουν ότι, το 1920,92 άτομα σκοτώθηκαν από την αστυνομία και το στρατό, ενώ τον επόμενο χρόνο ο αριθμός ανήλθε στα 115. Τα τέσσερα χρόνια 1919-1922 ο συνολικός αριθμός των νεκρών από πολιτική βία στην Ιταλία έφτασε σχεδόν τις 2.000.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1921, ο Πρωθυπουργός Ιβανόε Μπονόμι έστειλε εντολές στους επάρχους σε όλη την Ιταλία να αφοπλίσουν όλες τις πολιτικές πολιτοφυλακές, αλλά στο τοπικό επίπεδο πολύ λίγα πράγματα έγιναν για να εφαρμοστούν αυτές οι διαταγές. Παρομοίως, οι εθνικές αρχές διέταξαν η δικαιοσύνη να αποδίδεται με αυστηρότητα και με ισονομία προς όλους, αλλά οι τοπικές κυβερνήσεις, οι δικαστικές αρχές και η αστυνομία πολύ συχνά συνέχιζαν να ευνοούν τους φασίστες.
Παραπομπές
15. Για την πολιτική των φουτουριστών, βλ. Ε. Gentile, «II futurismo e la politica», στο Futurismo. cultura e politico, επιμ. R. De Felice (Topivo, 1988), 105-57• N. Zapponi, «La politica come espediente e come utopia: Marinetti e il Partite Politico Futurista», στο FT. Marinetti Futurista (Νάπολη, 1977), 220-39• E. Santarelli, Fascismo e neofascismo (Ρώμη, 1974), 3-50.
Η φουτουριστική πρωτοπορία είχε διαβρωθεί κάπως με το τέλος του πολέμου και την άνοδο των ρευμάτων των «νέων τάσεων» και της «νέας πραγματικότητας». Ο Umberto Boccioni, ο καλύτερος φουτoυριστής ζωγράφος, είχε πεθάνει στο στρατό το 1916.0 Marinetti, παρ’ όλ’ αυτά, είχε διατηρήσει τα παλιά δόγματα και τα σημεία που τόνιζε το κίνημα.
18.O ρωσικός φουτουρισμός δεν παρουσίαζε τα εθνικιστικά κονστρουκτιβιστικά χαρακτηριστικά του ιταλικού κινήματος, και το κίνητρό του ήταν ένα ακόμα πιο οξύ μίσος για το status quo, την καταστροφή του οποίου θα ακολουθούσε ένα είδος αφηρημένης ουτοπίας. Οι Ρώσοι κομουνιστές και φουτoυριστές είχαν πολύ καλή γνώμη για τον Marinetti, τον οποίο ο Σοβιετικός κομισάριος για την κουλτούρα Ανατόλι Λουνατσάρσκι αποκάλεσε το 1920 «μοναδικό επαναστάτη διανοούμενο της Ιταλίας», θεωρούσαν τους Ιταλούς φουτoυριστές περισσότερο ως ετερόδοξους που κάνουν λάθος, όπως οι Ρώσοι μενσεβίκοι, παρά ως αντεπαναστάτες ή εχθρούς. Σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια, «τόσο ο Λένιν όσο και ο Γκράμσι εκτόξευαν κακολογίες όχι τόσο εναντίον των φασιστών όσο των σοσιαλιστών, των μενσεβίκων, των σοσιαλδημοκρατών και άλλων “φιλελευθέρων”». I.Golomstock,roto/itarifl/».4rr(N0aY0piai, 1990), 11,12
16. G. Rochat, Gli arditi della grande guerra (Μιλάνο, 1981)- F. Gordova, Arditi e legionari dannunziani (Πάντοβα, 1969). O Giovanni Sabbattucci, στο I combattenti net primo dopoguerra (Ρώμη, 1974), πραγματεύεται την πολιτική των βετεράνων γενικότερα.
17. Gentile, Storia del Partito Fascista, 35. Αυτή είναι η καλύτερη ιστορία του φασιστι¬κού κινήματος στο ξεκίνημά του. Κάποιες άλλες περιγραφές είναι στα: Ρ. Alatri, Le origini del fascismo l?m\ix\, 1956)• F. Catalano, La nascita delfascismo, 1918-1922 (Μιλάνο, 1976)• G. Dorso, Mussolini alia conquista del potere (Topivo, 1949)• A. D’Orsi, La rivoluzione antibolscevica (Μιλάνο, 1985)• E. Santarelli, Origini del fascismo. 1911-1919 (Ούρμπινο, 1963). Η καλύτερη περιγραφή από τα μέσα είναι στο Μ. Rocco, Come il fascismo divenne una dittatura (Μιλάνο, 1952). O Robert Vivarelli, στο «Interpretations of the Origins of Fascism», JMH, 63:1 (Μάρτιος 1991), 29-43, παρουσιάζει μια εναργή διερεύνηση των κυ- ριότερων ερμηνειών.
Η καλύτερη γενική περιγραφή της πρώτης δεκαετίας του ιταλικού φασισμού είναι στο Α. Lyttelton, The Seizure of Power: Fascism in Italy. 1919-1929 (Νέα Υόρκη, 1973). Κάποιες άλλες πολύ καλές περιγραφές συμπεριλαμβάνονται στα: Ε. Santarelli, Storia del movimento e del regime fascista, 3 ττ. (Ρώμη, 1967)• A. J. De Grand, Italian Fascism (Λίνκολν, 1982)• E.R. Tannenbaum, The Fascist Experience: Italian Society and Culture, 1922-1945 (Νέα Υόρκη, 1972)• P. Milza & S. Berstein, Lefascisme italien, 1919-1945 (Παρίσι, 1980).
Η πρώτη μεγάλη φιλοφασισπκή μελέτη ήταν στο G. Volpe, L’ltalia in cammino: V ultimo cinquantennio (Μιλάνο, 1927), και η πιο εκτεταμένη στο G.A. Chiurco, Storia della rivoluzione fascista, 1919-1922,5 ττ. (Φλωρεντία, 1929). Η κυριότερη νεοφασιστική ιστορία είναι στο Ρ. Rauti & R. Sermonti, Storia del Fascismo, 6 ττ. (Ρώμη, 1976-78).
Ο καλύτερος ιταλικός βιβλιογραφικός οδηγός είναι του R. De Felice, επιμ., Bibliografia orientativa del fascismo (Ρώμη, 1991), ενώ αυτός του P.V. Cannistrato, επιμ., Historical Dictioronary of Fascist Italy (Γουέστπορτ, Kov. ,1982), είναι πολύ χρήσιμος. ‘
18. Οι «θέσεις» της 13ης Μαΐου περιλαμβάνουν την κατάργηση της γερουσίας, το δικαί¬ωμα ψήφου στα 16 και για τα δύο φύλα, 8ωρη ημέρα εργασίας, εργατική συμμετοχή στην τεχνική διαχείριση, ένα εθνικό τεχνικό συμβούλιο εργασίας, ασφάλιση γήρατος και ανικανό¬τητας για όλους, δήμευση όλης της ακαλλιέργητης γης, ανάπτυξη ενός πλήρως κοσμικού σχολικού συστήματος, προοδευτική φορολογία με μια εισφορά κεφαλαίου, 85% φορολογία στα κέρδη από τον πόλεμο, δήμευση όλης της περιουσίας των θρησκευτικών ινστιτούτων, και διακήρυξη της αρχής «ένα έθνος υπό τα όπλα».
19. Βλ. την περιγραφή του De Felice, Mussolini il rivoluzionario, 520-21.
21. Στην αρχή του 1920 οι φουτουριστές, και για κάποια περίοδο ο φασίστας Gastone Gorrieri, είχαν οργανώσει ένα μικρό Partito del Lavoro (Εργατικό Κόμμα) στη Φλωρεντία.
22. Gentile, Sioria del Partito Fascista, 40.
23.0.*., 115.
24. P.S. Labini, Saggio suite classe sociali (Μπάρς 1975). Μεταξύ του 1911 και του 1921 οι ακτήμονες αγρότες ως ποσοστό του συνολικού αγροτικού πληθυσμού μειώθηκαν από 55 σε 44% σύμφωνα με τον V. Zamagni, The Economic History of Italy, 1860-1990 (Οξφόρδη, 1993), 264.
25. Παρατίθεται από τον Gentile, στο Storia del Partito Fascista, 149
26. Βλ. Μ. Cancogni, Storia del squadrismo (Μιλάνο, 1959)• του ιδίου, Gli squadrisli (Μιλάνο, 1980).
27. Gentile, Storia del Partito Fascista, 163.
28. De Felice, Mussolini il rivoluzionario, 460-61
29. Έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη βιβλιογραφία για την άνοδο του φασισμού στις διάφορες επαρχίες και περιοχές από την πρώτη εμφάνιση του βιβλίου του S. Sechi, Dopoguerra e fascismo in Sardegna (Topivo, 1969), και του S. Colarizzi, Dopoguerra e fascismo in Puglia (Μπάρς 1971). Κάποιες από τις πιο αξιοσημείωτες εργασίες είναι των: R. Cavandoli, Le origini del fascismo a Reggio Emilia (Ρώμη, 1972)• P. Comer, Fascism in Ferrara (Οξ¬φόρδη, 1974)• A. Roveri, Le origini del fascismo a Ferrara, 1918-1921 (Μιλάνο, 1974)• F.J. Demers, Le origini del fascismo a Cremona (Μπάρι, 1979)• L. Nieddu, Dal combat- tentismo al fascismo in Sardegna (Μιλάνο, 1979)• L. Casali, επιμ., Bologna, 1920: Le ori¬gini del fascismo (Μπολόνια, 1982)• A.L. Cardoza, Agrarian Elites and Italian Fascism: The Province of Bologna, 1901-1926 (Πρίνστον, 1983)• P. Alberghi, II fascismo in Emilia Romagna (Μοδένα, 1989)• F. Snowden, The Fascist Revolution in Tuscany, 1919-22 (Κέι- μπρτιζ, 1989)• L. Ganapini, επιμ., La storiografia sul fascismo locale nell ‘Italia nordorien- tale (Ούντινε, 1990).
30. Βλ. J. Petersen, «Elettorato e base sociali del fascismo italiano negli anni venti», Studi Storici, 16 (1975), 627-29.0 William Brustein συγκέντρωσε στοιχεία για να δείξει ότι οι φασίστες πέτυχαν να πάρουν ορισμένες ψήφους από τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα μεταξύ των χαμηλότερων αγροτικών μεσοαστικών στρωμάτων που είχαν μια ανοδική κινητικότητα Βλ. Brustein, «The “Red Menace” and the Rise of Italian Fascism», American Sociological Review, 56 (Οκτώβριος 1991), 652-64.
31. Στοιχεία από το αρχείο του αναπληρωτή γραμματέα του Υπουργείου των Εσωτερικών στο G. De Rosa, Giolitti e il fascismo in alcune sue leltere inedite (Ρώμη, 1957), 78, που παρατίθεται από τον De Felice, Mussolini il rivoluzionario, 607-608. Τα στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών δείχνουν ότι η αστυνομία τους τέσσερις πρώτους μήνες του 1921 συνέλαβε 396 φασίστες και 1.421 σοσιαλιστές. R. De Felice, Mussolini il fascista (Τορίνο, 1966), 1:35-39.
32. Αντιστρόφως, η παραίτηση του μετριοπαθούς και αριστερίζοντος Cesare Rossi από τη θέση του αναπληρωτή γενικού γραμματέα έγινε αποδεκτή στις 20 Αυγούστου. Αυτός κατήγγειλε δημόσια τη βία των Fasci, και συνειδητοποίησε ότι ο στόχος της δημιουργίας ενός Φασιστικού Εργατικού Κόμματος ήταν ανέφικτος.
33. F. Perfetti, Fiumanesimo, sindacalismo e fascismo (Ρώμη, 1988), 1-115. Για τις μετέπειτα σχέσεις του D’Annunzio με το φασισμό, βλ. Ν. Valeri, D ‘Annunzio davanti al fascismo (Φλωρεντία, 1963), και G. Rizzo, D’Annunzio e Mussolini (Ρώμη, 1960). O D’ Annunzio απολάμβανε αξιοσημείωτης υποστήριξης μεταξύ των μελών του Arditi del Popolo, ενώ η Fiume Carta del Camaro είχε περισσότερους οπαδούς μεταξύ των πιο αριστερών φασιστών.
34. Η UIL ιδρύθηκε αρχικά στα τέλη του 1914 από τους επαναστάτες συνδικαλιστές που είχαν εκδιωχθεί από την Unione Sindacale Italiana επειδή υπεράσπιζαν τον εθνικισμό και την είσοδο στον πόλεμο.
35. Gentile, Storia del Partito Fascista, 357.
36. Υπάρχουν πολλές βιογραφίες των κυριότερων υπαρχηγών του Μουσολίνι: G.B. Guerri, Giuseppe Bottai, unfascista criiico (Μιλάνο, 1976)• του ιδίου, halo Balbo (Μιλάνο, 1984)- E. Misefari, II quadrumviro col fruslino: Michele Bianchi (Κοσένζα, 1977)• G. Rochat, halo Balbo (Topivo, 1986)• R Nello, Dino Grandi (Μπολόνια, 1987)• M. Canali, Cesare Rossi (Μπολόνια, 1991 )• H. Fomari, Mussolini’s Gadfly: Roberto Farinacci (Νάσβιλ, 1971). To καλύτερο βιβλίο για τον Balbo είναι του C.G. Segr£, Italo Balbo: A Fascist Life (Μπέρ- κλεϊ, 1987). Βλ επίσης, F. Cordova, επιμ., Uomini e volti delfascismo (Ρώμη, 1980)• N. Caracciolo, Tutti gli uomini del Duce (Μιλάνο, 1982).
37. Gentile, Storia del Partito Fascista, 398.
38. Ό.π., 400.
39. R. Cantagalli, Storia del fascismo fiorentino, 1915-1925 (Φλωρεντία, 1972), 283¬301- S. Versari, Una pagina di storia del fascismo fiorentino: 11 fascismo autonomo (Ρόκο 1. Κασκιάνο, 1938).
40. De Felice, Mussolini il fascista, 1:7. Βλ. επίσης, W. Schieder, «Die Strukturwandel der Faschistischen Paitei Italiens in der Phase der Henschaftsstabilisierung», στο Faschismus als soziale Bewegung, επιμ. W. Schieder (Αμβούργο, 1976), 69-96.
41. Gentile, Sloria del Partito Fascista, 557.
42. Για την πρώτη απ’ αυτές, βλ. Ρ. Nello, L’avanguardismo giovanile alle origini del fascismo (Μπάρι, 1979).
43. D. Detragiache, «II fascismo femminile da San Sepolcro all’affare Matteotti, 1919¬1925», SC, 14:2 (Απρίλιος 1983), 211-51.
44. F. Cordova, Le origini dei sindacatifascisti (Μπάρι, 1974)• F. Perfetti, II sindacalismo fascista (Ρώμη, 1988).
45. Gentile, Storia del Parti to Fascista, 436-40.
46. A. Lyttelton, «Fascism and Violence in Post-War Italy», στο Social Protest, Violence and Terror in Nineteenth- and Twentieth-Century Europe, επιμ. W. Mommsen και G. Hirschfeld (Νέα Υόρκη, 1982), 262.
47. Για την ακρίβεια, 4 φασίστες σκοτώθηκαν το 1919,16 το 1920,231 το 1921 και 192 το 1922, πράγμα που καταδεικνύει ότι οι ίδιοι υπέφεραν αντιστρόφως ανάλογες δοκιμασίες σε σχέση με τις δικές τους επιδρομές. J. Petersen, «Violence in Italian Fascism, 1919-1925», στο Mommsen & Hirschfeld, επιμ., Social Protest, 275-99.
48. G. Salvemini, Le origini del fascismo in Italia (Μιλάνο, 1979), 321.
Πηγη : Η ιστορία του φασισμού 1914 -1945, Στάνλεϊ Πέιν, Φιλίστωρ
Ιστορία
Επιμέλεια Αργυρώ Κραββαρίτη http://vathikokkino.gr
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η ιστορία του φασισμού 1914 -1945», του Στάνλεϊ Πέιν, Εκδόσεις «Φιλίστωρ»
Στις 23 Μαρτίου 1919 , συγκροτείται στο Μιλάνο της Ιταλίας το φασιστικό κόμμα του Μπενίτο Μουσολίνι, που αρχικά φέρει την ονομασία «Πυρήνες του Αγώνα» (Fasci de Combattimento).
Στην πρώτη του απόπειρα να εκλεγεί στο Κοινοβούλιο, το κόμμα του Μουσολίνι αποτυγχάνει παταγωδώς. Ωστόσο η δράση του στη διάρκεια των μεγάλων απεργιακών αγώνων στην Ιταλία το 1920-1921 ενάντια στους εργάτες (με την οργάνωση εκστρατειών «τιμωρίας» κατά απεργών, συνδικαλιστών, κλπ.) κέρδισε την εύνοια και την ενεργό στήριξη των βιομηχάνων.
Tο 1921 το κόμμα μετονομάζεται σε Εθνικό Φασιστικό Κόμμα
Η Ίδρυση των Fasci Italiani di Combattimento (Πυρήνες του Αγώνα)
Τόσο οι εθνικιστές όσο και οι σοσιαλιστές περίμεναν ότι το τέλος του πολέμου θα παρήγε μεγάλα πράγματα, και η συνεπακόλουθη αίσθηση προσμονής και ακτιβισμού προκάλεσε τη γέννηση της έκφρασης «diciannovismo» (1919-ισμός). Έτσι, ένα τυπικό, αν και στην αρχή τελείως ασήμαντο, diciannovista φαινόμενο ήταν η συγκέντρωση περίπου διακοσίων αριστερών παρεμβατιστών και ένθερμων εθνικιστών, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον έξι γυναικών, σε μια νοικιασμένη αίθουσα στην Πιάτσα Σαν Σεπόλκρο στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου του 1919, για να οργανώσουν ένα καινούργιο επαναστατικό εθνικιστικό κίνημα που ονομάστηκε οι Fasci Italiani di Combattimento.
Οι συμμετέχοντες προέρχονταν, σχεδόν αποκλειστικά, από τέσσερις χώρους: επαναστάτες συνδικαλιστές που έγιναν εθνικοί συνδικαλιστές, λίγοι πρώην σοσιαλιστές που είχαν κάνει με τον Μουσολίνι το ταξίδι προς τον ακραίο εθνικισμό, ο Μαρινέτι και κάποιοι από τους φουτουριστές του (οι οποίοι εγκατέλειψαν τις προσπάθειες που είχαν αρχίσει πριν λίγο καιρό να ιδρύσουν ένα Πολιτικό Φουτουριστικό Κόμμα), 15 και πάνω απ’ όλα κάποια πρώην μέλη των ιταλικών ειδικών δυνάμεων γνωστών ως arditi (οι οποίοι φορούσαν μαύρες στολές στη διάρκεια του πολέμου για να συμβολίζουν το χρώμα του θανάτου).16 Ανάμεσα στους 85 συμμετέχοντες για τους οποίους διαθέτουμε στοιχεία, υπήρχαν 21 συγγραφείς και δημοσιογράφοι, 20 υπάλληλοι, 12 εργάτες, 5 βιομήχανοι και 4 δάσκαλοι. Από τους 104 για τους οποίους έχουμε στοιχεία για την ηλικία τους, η πλειοψηφία ήταν μεταξύ 20 και 40 ετών, μόνον 18 ήταν πάνω από 40 ετών, ενώ οι 14 ήταν κάτω από 20. 17
Ενώ ο ιταλικός φουτουρισμός βοήθησε στην ίδρυση του φασισμού, η άλλη ηγετική ομάδα των φουτoυριστών καλλιτεχνών στη Ρωσία αγκάλιασε ενθουσιωδώς τον κομουνισμό το 1917-18..
Ο κυριότερος ηγέτης ήταν ο Μουσολίνι, που περιστοιχιζόταν από μία εννεαμελή εκτελεστική επιτροπή στην οποία θα λειτουργούσε ως ο πρώτος μεταξύ ίσων. Παρουσίασε το καινούργιο κίνημα ως «αντικομματικό», απορρίπτοντας ως άκαμπτη και στείρα τη συνηθισμένη δομή των πολιτικών κομμάτων. Αυτό που χρειαζόταν ήταν μια καινούργια εθνικιστική ελίτ που θα κινητοποιούσε τις μάζες για την «ιταλική επανάσταση». Όμως, καθώς ο στόχος ήταν η προσέλκυση ενός ευρύτερου νεολαιίστικου κοινού από την Αριστερά και το Κέντρο, ο Μουσολίνι περιέγραψε τα στοιχεία προγράμματος, που δημοσίευσε στις 30 Μαρτίου στην II Popolo d’ltalia, όχι ως καινούργια, «ούτε ακόμη επαναστατικά», αλλά σχεδιασμένα για την επίτευξη της δημοκρατίας και της ανανέωσης του έθνους.
Υποστήριζε την καθολική ψηφοφορία αντρών και γυναικών στην ηλικία των 21, την κατάργηση της ελιτίστικης εξουσίας, τη δημοκρατική εκλογή μιας καινούργιας εθνοσυνέλευσης για να αποφασίσουν πάνω στη μορφή του κράτους, την εργάσιμη ημέρα των 8 ωρών, τη συμμετοχή των εργατών στη διοίκηση των βιομηχανιών, εκλογές για εθνικά τεχνικά συμβούλια σε όλους τους τομείς της οικονομίας και των δημόσιων υπηρεσιών, και σκληρή πολιτική εναντίον των κληρικών.
Οι «θέσεις» που δημοσιεύτηκαν στη συνέχεια, στις 13 Μαΐου, ήταν πιο λεπτομερείς και περισσότερο ριζοσπαστικές 18. Σε άλλες περιπτώσεις, οι ηγέτες των Fasti μιλούσαν για την ανάγκη αποκέντρωσης του εκτελεστικού και μιας εκλεγόμενης ανεξάρτητης κατώτερης δικαστικής εξουσίας, τη δήμευση του μη παραγωγικού κεφαλαίου και της γης των μεγάλων γαιοκτησιών για αναδιανομή τους στους αγρότες, την κατάργηση της μυστικής διπλωματίας, και μία νέα εξωτερική πολιτική βασισμένη στην ανεξαρτησία και την αλληλεγγύη μεταξύ όλων των λαών, μέσα σε μία γενική ομοσπονδία εθνών. Αυτό το βασικά αριστερό και μερικές φορές επαναστατικό πρόγραμμα δεν είναι ό,τι ο κόσμος εννοεί όταν αναφέρεται στο φασισμό.
Ο Μουσολίνι, προφανώς, δεν πίστευε ότι εγκαθίδρυε ένα καινούργιο κίνημα τον Μάρτιο του 1919 όσο ένα είδος μετώπου για την ανασυγκρότηση των αριστερών επεμβατιστών στην αμέσως μετά τον πόλεμο περίοδο. Η μοναδική πράξη βίας έλαβε χώρα στο Μιλάνο μετά από τρεις εβδομάδες, στις 5 Απριλίου, όταν μια ομάδα από πρώην arditi μαζί με μέλη από Fasci (περισσότερο οι πρώτοι παρά οι δεύτεροι) επιτέθηκαν σε μία προκλητική σοσιαλιστική διαδήλωση σκοτώνοντας τρεις σοσιαλιστές και αργότερα καίγοντας τα γραφεία του Avanti, της σοσιαλιστικής καθημερινής εφημερίδας.19 Αυτό όμως ούτε σχεδιασμένο ήταν ούτε μια συνηθισμένη Fasci πράξη.
Η κυριότερη ριζοσπαστική εθνικιστική πρωτοβουλία στα 1919 δεν πάρθηκε από τους Fasci di Combattimento αλλά από έναν ήρωα του πολέμου, τον Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο, τον πιο δημοφιλή ποιητή της Ιταλίας, ο οποίος τον Σεπτέμβριο συγκέντρωσε μία μικρή εκστρατευτική δύναμη για να καταλάβει την πόλη της Ανατολικής Αδριατικής Φιούμε. Ο Ντ’Ανούντσιο κυβέρνησε το Φιούμε ως μια ξεχωριστή πόλη-κράτος για 15 μήνες, φέρνοντας έτσι σε πάρα πολύ δύσκολη θέση την ιταλική κυβέρνηση, η οποία δίσταζε να κινηθεί εναντίον των αλυτρωτικών παρά το γεγονός ότι στις τάξεις τους συμμετείχαν στρατιωτικά τμήματα που είχαν εγκαταλείψει τον τακτικό στρατό. Κάτι ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι ο Ντ’Ανούντσιο πέτυχε να δημιουργήσει ένα νέο στιλ πολιτικής τελετουργίας που συνίστατο σε επεξεργασμένες στολές, ειδικές τελετές και τραγούδια, ομιλίες από το μπαλκόνι του Δημαρχείου μπροστά σε μαζικά ακροατήρια με τη μορφή διαλόγου με τον ηγέτη.
Άλλες σημαντικές συνεισφορές του Ντ’Ανούντσιο και των οπαδών του σ’ αυτό που μετέπειτα θα γινόταν το «φασιστικό στιλ» ήταν η υιοθέτηση των μαύρων χιτώνων των arditi ως στολών, η υιοθέτηση του ρωμαϊκού χαιρετισμού με το δεξί χέρι υψωμένο, οι μαζικές πορείες, η σύνθεση του ύμνου Giovinezza (Νεότητα), η οργάνωση μίας ένοπλης πολιτοφυλακής σε χωριστές μονάδες και η δημιουργία μιας σειράς από ειδικά τραγούδια και σύμβολα.
Τον Αύγουστο του 1920 οι εθνικοί συνδικαλιστές Αλκέστε ντε Άμπρις και Α.Ο. Ολιβέτι τελείωσαν την Carta del Camaro (Καταστατικός Χάρτης του Καρνάρο), το πρώτο κορπορατιστικό σύνταγμα της Ευρώπης, το οποίο υποστήριζε την πολιτική ισότητα όλων των πολιτών και των δύο φύλων, την αποκέντρωση, και μια σχετικά δημοκρατική δομή συντεχνιακής οργάνωσης. Μία συνθήκη μεταξύ της Γιουγκοσλαβίας και της Ιταλίας τελικά αναγνώρισε το Φιούμε ως «ελεύθερη πόλη» αλλά εδαφικά συσχετισμένη με την Ιταλία, και τον επόμενο μήνα μία ιταλική στρατιωτική δύναμη εξεδίωξε τελικά την παρέα του Ντ’Ανούντσιο από την πόλη. Το επεισόδιο στο Φιούμε όμως κατέδειξε την αδυναμία της κυβέρνησης και την εκρηκτική δύναμη του εθνικισμού. Είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτού που αργότερα θα γινόταν γνωστό ως φασιστικό στιλ. 20
Στον Μουσολίνι αυτή η προσπάθεια προξενούσε αμηχανία, γιατί ενώ αμφέβαλλε για την επιτυχία της, ως ριζοσπάστης εθνικιστής έπρεπε να την υποστηρίξει, ακόμα και αν διαρκώς προσπαθούσε να αποφύγει τη σοβαρή εμπλοκή. Γνώριζε πολύ καλά ότι ο Ντ’Ανούντσιο έχαιρε υψηλότερης δημοτικότητας από εκείνον, και μετά το 1920 είχε να αντιμετωπίσει μία άλλη ριζοσπαστική εθνικιστική εναλλακτική πρόταση προς τις Fasci, το σύμβολο του Ντ’Ανούντσιο και του fiumanesimo (την ιδέα της επιχείρησης στο Φιούμε) — κορπορατιστική, εθνικιστική, και κατ’ όνομα δημοκρατική.
Για τις Fasci η ουσία παρέμενε η ίδια. Αν και 18 από τους 19 υποψηφίους τους ήσαν combattenti, όλοι εκτός από έναν γνώρισαν την ήττα στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1919. Στο βιομηχανικό Μιλάνο, το κέντρο των Fasci, απέσπασαν μόνον 5.000 από τις 275.000 ψήφους και δεν εξέλεξαν κανέναν, εκτός από τη Τζένοβα, όπου είχαν τη μόνη επιτυχημένη υποψηφιότητα. Οι Fasci στην ουσία δεν είχαν ξεκάθαρη θέση και πρόταση, δεν ήταν ούτε εθνικιστές αλλά ούτε και αριστεροί, κι έτσι δεν απέσπασαν ψήφους από πουθενά. Μετά τις εκλογές, οι σοσιαλιστές του Μιλάνου παρέλασαν μπροστά από το διαμέρισμα του Μουσολίνι μεταφέροντας ένα φέρετρο με τ’ όνομά του.
Στο τέλος του χρόνου οι Fasci διατηρούσαν μόνο 31 τοπικές ομάδες και ο αριθμός των μελών τους έφτανε μόλις τα 870 άτομα. Παρέμεναν μόνο μικρά τμήματα στο Μιλάνο, το Τορίνο, την Κρεμόνα, τη Βενετία και την Τεργέστη.
Στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, που στην αρχή φαινόταν πολύ σκοτεινός, ιθύνων νους των Fasci αναδείχθηκε ο πρώην επαναστάτης συνδικαλιστής Τσέζαρε Ρόσι, που διηύθυνε το επίσημο εβδομαδιαίο όργανο II Fascio. Ο Ρόσι ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, και από τον Ιούνιο του 1920 υπηρέτησε ως αναπληρωτής γενικός γραμματέας. Η τακτική που αυτός και ο Μουσολίνι επινόησαν βασιζόταν καταρχήν στην προσπάθεια να κερδίσουν υπέρ τους τη μετριοπαθή Αριστερά και να μετασχηματίσουν το κίνημα σε «εθνικοσοσιαλιστικό» με τη μορφή ενός είδους «εργατικού κόμματος». 21 Το κίνημα σχεδιάστηκε ως ένα διαταξικό κίνημα παραγωγών, καλωσορίζοντας όλους τους παραγωγούς σε ένα εθνικό συνδικαλιστικό κίνημα που θα μπορούσε να ελαχιστοποιήσει το ρόλο του κράτους.
Οι Fasci ανέκαμψαν λίγο την άνοιξη του 1920, βασιζόμενοι ακόμα στις «εισφορές των μελών και στις δωρεές που συνέλεγαν από συμπαθούντες». 22 Οι συγκεντρώσεις τους είχαν εξελιχθεί σε τελετουργίες με σημαίες, στολές, εγχειρίδια, και στο δεύτερο εθνικό συνέδριο στις 24-25 Μαΐου 1920 ήταν παρούσες 67 τοπικές fasci που είχαν συνολικά 2.375 μέλη (με τις συνδρομές τους πληρωμένες). 23 Συμφωνήθηκε ότι το πρόγραμμα θα έπρεπε να γίνει πιο μετριοπαθές ώστε να ελκύσει τις μεσαίες τάξεις, και τον επόμενο μήνα οι φουτουριστές του Μαρινέτι, που ήταν ένθερμοι οπαδοί της αρχικής επαναστατικότητας, εγκατέλειψαν το κίνημα.
Εν τω μεταξύ, στα μέσα του 1920 η σοσιαλιστική πλημμυρίδα βρισκόταν στον κολοφώνα της. Το απεργιακό κύμα έφτασε στην αποκορύφωσή του, συνοδευόμενο από διαδηλώσεις και περιστασιακές βίαιες ενέργειες. Υπήρξαν ακόμα και περιπτώσεις αποστασίας μεταξύ των στρατιωτικών τμημάτων. Τον Σεπτέμβριο έλαβε χώρα η «κατάληψη των εργοστασίων», όταν οι οργανωμένοι σοσιαλιστές εργάτες, βρισκόμενοι αντιμέτωποι με μια ξαφνική εργοδοτική απεργία, κατέλαβαν τα εργοστάσια στις κύριες βιομηχανικές περιοχές του Βορρά. Αυτό φαινόταν να είναι το ισοδύναμο της επαναστατικής γενικής απεργίας• αν οι δυνάμεις της εργασίας μπορούσαν να λειτουργήσουν μια βιομηχανική οικονομία από μόνες τους, τότε θα μπορούσαν να αναλάβουν κι ολόκληρη την Ιταλία. Η κυβέρνηση του Τζολίτι, σοφά πράττοντας, απείχε από κάθε παρέμβαση- μετά από δύο εβδομάδες οι σοσιαλιστές κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν μια βιομηχανική οικονομία από μόνοι τους κι εγκατέλειψαν τον έλεγχο των εργοστασίων, με αντάλλαγμα καλύτερες συμβάσεις και τη νομιμοποίηση των εργοστασιακών συμβουλίων.
Το φθινόπωρο του 1920 σημαδεύτηκε από τη σοσιαλιστική πλημμυρίδα στην επαρχία, και ιδιαίτερα στην κοιλάδα του Πο, στο Βορρά. Οι σοσιαλιστές κέρδισαν στις περισσότερες από τις αγροτικές απεργίες και προσπάθησαν να δημιουργήσουν το αγροτικό ισοδύναμο των κλειστών εργοστασίων στο Βορρά, καθιερώνοντας τις αποκλειστικές συμβάσεις και αποκτώντας μια θέση ελέγχου της αγροτικής οικονομίας. Επιπλέον, τον Οκτώβριο, η κυβέρνηση νομιμοποίησε την κατοχή των κατειλημμένων κομματιών ιδιωτικής γης σε πολλές επαρχίες από τους εργάτες γης και τους μισακάρηδες. Παρά τη μερική ήττα στην κατάληψη των εργοστασίων, ο σοσιαλισμός φαινόταν ότι συνέχιζε να αναπτύσσεται, και η κυβέρνηση όχι μόνο έκανε λίγα πράγματα για να τον σταματήσει, αλλά φαινόταν και να τον ενθαρρύνει.
Η Άνοδος του Fascismo, 1920-1921
Η εικόνα που παρουσίαζε η Ιταλία ως μία χώρα που είχε μπει στο δρόμο για την κοινωνική επανάσταση ήταν ως έναν βαθμό αυθεντική, αλλά επίσης και παραπλανητική. Η Ιταλία δεν ήταν μια καθυστερημένη μη βιομηχανοποιημένη χώρα αγροτών και εργατών όπως η Ρωσία το 1917, διότι στην πραγματικότητα, στη διάρκεια της προηγούμενης γενιάς, είχε γνωρίσει έναν από τους υψηλότερους οικονομικούς ρυθμούς ανάπτυξης στον κόσμο και οι μεσαίες τάξεις επεκτείνονταν αριθμητικά πολύ γρήγορα.
Σύμφωνα με μία μελέτη, το 1881 όλες οι μεσαίες τάξεις (συμπεριλαμβανομένων των ιδιοκτητών μικρών αγροκτημάτων) έφταναν το 46% του ενεργού πληθυσμού και οι εργάτες γης και οι εργάτες των πόλεων έφταναν το 52%, ενώ το 1921 οι μεσαίες τάξεις είχαν αυξηθεί σε πάνω από 53% και οι εργάτες είχαν μειωθεί στο 45%. 24 Αυτή η αλλαγή ήταν αποτέλεσμα της πρόσκτησης των τίτλων κατοχής γης από τους ακτήμονες τη δεκαετία του 1911-21, στη διάρκεια της οποίας ο αριθμός των κτηματιών διπλασιάστηκε από 1,1 εκατομμύριο σε σχεδόν 2,3 εκατομμύρια – μια μικρή επανάσταση, που όμως στην ουσία της ήταν μάλλον καπιταλιστική παρά σοσιαλιστική. Αυτοί οι καινούργιοι μικροκτηματίες – που συμπεριλάμβαναν κι εκείνους που είχαν μόλις αποκτήσει γη με την άμεση δράση τους- συχνά γίνονταν πολύ συντηρητικοί και εχθρικοί απέναντι στις απόπειρες των αγροτικών συνδικάτων να ελέγξουν την αγροτική οικονομία. Επιπλέον, αν και οι συνδικαλισμένοι εργάτες κατόρθωσαν να διατηρήσουν, ή και σε μερικές περιπτώσεις να βελτιώσουν, το επίπεδο διαβίωσής τους, ο πραγματικός μισθός των υπαλλήλων, δημόσιων και μη, μειωνόταν. Αυτές οι γενικές συνθήκες ενθάρρυναν την αύξηση της ομοψυχίας μεταξύ των μεσαίων τάξεων ως προς την ανάγκη μιας ενεργητικής προάσπισης των συμφερόντων τους από τον επαναστατικό σοσιαλισμό.
Με μια αδύναμη και διαιρεμένη κυβέρνηση που προφανώς δεν είχε τη δύναμη ή τη θέληση να περιορίσει τους σοσιαλιστές, στη διάρκεια του 1919¬20 διαμορφώθηκαν μία σειρά από λίγκες για την άμυνα των μεσαίων στρωμάτων, συμπεριλαμβανομένης και αυτής που ονομάζονταν Fascio d’ Azione Popolare. Η πιο σημαντική και μαχητική αντισοσιαλιστική οργάνωση ήταν η Ιταλική Εθνικιστική Ένωση (ΑΝΙ), η οποία είχε ένα ξεκάθαρο πρόγραμμα αυταρχικού κορπορατισμού και ιμπεριαλισμού. Τα μέλη της οργάνωσαν την πρώτη σημαντική εθνικιστική πολιτοφυλακή, τους κυανοχίτωνες Sempre Pronti (Πάντα Έτοιμοι), και πραγματοποίησαν την πρώτη προσχεδιασμένη επίθεση εναντίον της Αριστεράς στην Camera del Lavoro της Μπολόνια, ήδη από τις 15 Ιουλίου 1919.
Οι εθνικιστές ήταν, παρ’ όλ’ αυτά, μία καθαρά δεξιά οργάνωση και ήταν προσανατολισμένοι προς την ελίτ των μεσοαστικών ή των ανωτέρων τάξεων, μη έχοντας καμία πιθανότητα να ηγηθούν ενός μαζικού κινήματος.
Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βία στην Ιταλία γενικά αυξήθηκε. Στη διάρκεια του 1919 και τους πρώτους έξι μήνες του 1920 οι θάνατοι από τις πολιτικές ταραχές ανέρχονταν σε αρκετές εκατοντάδες, και οι περισσότεροι από αυτούς προκλήθηκαν από τη δραστηριότητα των σοσιαλιστών, του στρατού και της αστυνομίας. Τα μέλη των Fasci di Combattimento είχαν συμμετάσχει σε σχετικά λίγες τέτοιες ενέργειες στη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ύπαρξής τους ως οργάνωσης, όχι για κάποιον άλλο λόγο αλλά λόγω της αριθμητικής τους αδυναμίας. Την άνοιξη του 1920 οι Fasci σε πολλές περιοχές του Βορρά οργάνωσαν την πολιτική πολιτοφυλακή των squadre (αποσπασμάτων), η ισχυρότερη των οποίων βρισκόταν στη μόλις ενσωματωμένη πόλη της Τεργέστης, έναν ιταλικό θύλακα εν μέσω μιας σλoβενικής ενδοχώρας.
Χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία τη δολοφονία δύο Ιταλών αξιωματικών του ναυτικού στο Σπλιτ, στη γιουγκοσλαβική ακτή, οι squadre της Τεργέστης πέρασαν στην επίθεση στις 20 Ιουλίου, πραγματοποιώντας την πρώτη από μια σειρά επιθέσεων εναντίον σοσιαλιστικών και σλοβενικών οργανώσεων στην πόλη αλλά και στα περίχωρα. Γρήγορα κυριάρχησαν στους δρόμους κι έτρεψαν τους σοσιαλιστές σε φυγή, με τις τοπικές ιταλικές στρατιωτικές αρχές να παρακολουθούν αμέτοχες ή και να προσφέρουν οπλισμό. Στις 3 Ιουλίου, η II Popolo d’ltalia δήλωνε ότι οι Fasci δεν ήταν ούτε «νομοταγείς άσχετα με το τίμημα, ούτε a priori αντινομιμόφρονες», και έγραφε ότι «δεν διακηρύσσουν τη βία για χάρη της βίας, αλλά απαντούν σε κάθε βίαιη ενέργεια περνώντας στην αντεπίθεση», και γι’ αυτό θα χρησιμοποιήσουν «τα μέσα που αρμόζουν στις περιστάσεις».
Το φθινόπωρο του 1920, το επίκεντρο της δράσης των Fasci μεταφέρθηκε για πρώτη φορά από τις πόλεις στην ύπαιθρο, όπου παρουσιάζονταν νέες ευκαιρίες. Η σοσιαλιστική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της στις βόρειες αγροτικές περιοχές εκείνο το φθινόπωρο, όταν μετά από ένα μαζικό κύμα απεργιών ακολούθησε μια σειρά σοσιαλιστικών νικών στις τοπικές δημοτικές εκλογές. Οι σοσιαλιστές ανακοίνωσαν ότι ο έλεγχος των τοπικών κυβερνήσεων θα προσφέρει την αρχική βάση για την επανάσταση, ενώ με τις απεργίες των εργατών γης και με οργανωμένες εκστρατείες προσπάθησαν να εξαναγκάσουν τους μικροϊδιοκτήτες και τους εργάτες γης να εγγραφούν στα σοσιαλιστικά συνδικάτα.
Μελανοχίτωνες squadristi των Fasci άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των σοσιαλιστών στη ύπαιθρο, επειδή εκεί μπορούσαν να βασίζονται περισσότερο στη νεοαποκτηθείσα υποστήριξη όλων κυριολεκτικά των τμημάτων της μεσαίας και της ανώτερης τάξης, ακόμα και μερικών εργατών γης. Για πρώτη φορά οι Fasci άρχισαν να αναπτύσσονται ραγδαία. Τους τελευταίους εφτά μήνες του χρόνου σχεδόν δεκαπλασιάστηκαν.
Αρχικά, ο Μουσολίνι είχε υποστηρίξει τη σοσιαλιστική κατάληψη των εργοστασίων αποκλειστικά ως μέσο για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, αλλά πολύ γρήγορα κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των σοσιαλιστικών οργανώσεων, όχι, όπως είπε, τόσο λόγω αυτού καθεαυτού του οικονομικού τους προγράμματος, όσο λόγω της εκ των ένδον υπονόμευσης της ιταλικής ενότητας και του διεθνισμού τους. Ενάντια στην επανάσταση του ταξικού διεθνισμού, οι Fasci αντιπαρέθεταν την ιταλική εθνική επανάσταση (που γινόταν όλο και πιο ασαφής όσον αφορά τους κοινωνικοοικονομικούς της στόχους) και εξαπέλυαν αναρίθμητες «εκστρατείες αντιποίνων» των squadre στην ύπαιθρο για να λεηλατήσουν τα γραφεία των σοσιαλιστών και να διαλύσουν τα συνδικάτα. Η II Fascio δήλωνε στις 16 Οκτωβρίου: «Αν πρόκειται να γίνει εμφύλιος πόλεμος, ας γίνει!»25 Τα squadre ήταν οργανωμένα σε ομάδες των τριάντα έως πενήντα μελών, που συχνά είχαν ως ηγέτες τους πρώην αξιωματικούς του στρατού και κατά ένα μέρος απαρτίζονταν από βετεράνους. Σύντομα αποδείχθηκαν πολύ πιο αποτελεσματικά και επιθετικά στη χρήση βίας από οποιαδήποτε σοσιαλιστική ομάδα. Η βία εξαπλώθηκε ραγδαία στη Βόρεια Ιταλία μετά από μια αιματηρή μάχη με τους σοσιαλιστές στη Μπολόνια στις 20 Νοεμβρίου.26
Αν και ο όρος είχε περιστασιακά χρησιμοποιηθεί ήδη από το 1914 (και πιθανόν ακόμα νωρίτερα), δεν ήταν παρά το φθινόπωρο του 1920 που ένας νέος «-ισμός» άρχισε να κυριαρχεί στην Ιταλία: η λέξη φασισμός άρχισε τώρα να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το όλο και πιο βίαιο κίνημα των Fasci di Combattimento, τα μέλη των οποίων αποκαλούνταν φασίστες tout court. Έτσι, η χρήση οργανωμένης πολιτικής βίας —πολύ περισσότερο οργανωμένης, συντονισμένης και επιθετικής από την περιορισμένη βία της ιταλικής Αριστεράς— αποδείχθηκε θεμελιώδης για την ξαφνική άνοδο του φασισμού το φθινόπωρο και το χειμώνα του 1920-21. Όμως η αντίληψη ότι οι φασίστες κατά κάποιο τρόπο ανακάλυψαν τη σύγχρονη πολιτική βία, είναι αξιοθρήνητα επιφανειακή. Κάποιου είδους στρατιωτική ή παραστρατιωτική πολιτοφυλακή αποτελούσε λίγο-πολύ αναπόσπαστο κομμάτι της γιακωβίνικης παράδοσης, και ήταν χαρακτηριστική για τους αριστερούς αλλά και τους φιλελεύθερους σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία κατά τον 19ο αιώνα.
Ο εφευρέτης του «κινήματος των χιτώνων» ήταν πράγματι Ιταλός, αλλά ήταν ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι των δημοκρατών ρεπουμπλικάνων της δεκαετίας του 1860, κι όχι ο Μουσολίνι. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η οργάνωση παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών συζητιόταν όλο και πιο πολύ από πάρα πολλές οργανώσεις. Όμως η συστηματική χρήση της πολιτικής πολιτοφυλακής αποτελούσε καινοτομία των μπολσεβίκων του Λένιν στη Ρωσία, οι οποίοι πολύ γρήγορα ανύψωσαν την πολιτική βία σε άνευ προηγουμένου επίπεδα. Στην Ιταλία, εντούτοις, η σοσιαλιστική βία παρέμεινε σποραδική, ενώ οι φασίστες ήταν εκείνοι που μετέβαλαν τη συστηματική της χρήση σε βασική μορφή δράσης. Ο φασισμός γρήγορα έγινε μια πολιτική δύναμη που βασιζόταν στη στρατιωτική οργάνωση, κάτι άγνωστο έξω από τη Ρωσία.
Ως ηγέτες ενός εθνικιστικού «πολέμου εναντίον του μπολσεβικισμού» οι Fasci αυξήθηκαν από 20.000 μέλη -που πλήρωναν τακτικά τη συνδρομή τους – στα τέλη του 1920 σε σχεδόν 100.000 μέλη στα τέλη του Απριλίου του 1921, και τον αμέσως επόμενο μήνα σχεδόν διπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 187.588 μέλη. 27 Είχαν καταστεί ένα μαζικό κίνημα, στην πραγματικότητα η μεγαλύτερη πολιτική οργάνωση της Ιταλίας, αφού τα μέλη των σοσιαλιστών ήταν οργανωμένα κυρίως μέσω των εργατικών συνδικάτων. Τα καινούργια μέλη προέρχονταν δυσανάλογα από τα χαμηλότερα μεσοαστικά στρώματα, και σε μερικές περιπτώσεις τοπικές ομάδες αγροτών στη Βόρεια Ιταλία μετακινήθηκαν κατευθείαν από τη σοσιαλιστική CGL ή άλλες οργανώσεις στις Fasci. Οι πολιτικές τους θέσεις βρίσκονταν τώρα σε ρευστή κατάσταση.
Ο Μουσολίνι και άλλοι εκπρόσωποι διέκριναν ξεκάθαρα μεταξύ αυτού που αποκαλούσαν παραγωγική και παρασιτική μπουρζουαζία, δηλώνοντας ότι οι Fasci ήταν ένα κίνημα για όλους τους παραγωγικούς Ιταλούς. Εντάθηκαν οι συζητήσεις για την ανάγκη ενός «ισχυρού κράτους», ενώ γίνονταν συζητήσεις ακόμα και για μια εθνικιστική δικτατορία, μια δικτατορία που θα ακολουθούσε πιο φιλελεύθερη οικονομική πολιτική για να μειώσει ή να εξαλείψει πολλές από τις κρατικές εξουσίες στην οικονομία και να επιτρέψει στον αυτόνομο και αποκεντρωμένο εθνικό συνδικαλισμό να απελευθερώσει τις παραγωγικές δυνάμεις της Ιταλίας. Μερικοί τοπικοί ηγέτες των Fasci όμως διακήρυξαν πως η «γη πρέπει να ανήκει σ’ αυτούς που τη δουλεύουν», και τον Φεβρουάριο οργανώθηκε το πρώτο φασιστικό συνδικάτο, μια πρωτοβουλία που σύντομα εξελίχθηκε σε μια εθνική συνδικαλιστική οργάνωση.
Στην περίοδο μεταξύ του τέλους του 1920 και των πρώτων μηνών του 1921, οι Fasci άλλαξαν τελείως τη φυσιογνωμία, το χαρακτήρα, την κοινωνική δομή, τα κομβικά κέντρα, την ιδεολογία, ακόμα και τα μέλη τους. Από τους ηγέτες τους, μόνο ο Μουσολίνι και κάποιοι άλλοι παρακολούθησαν μέχρι τέλους όλες αυτές τις φάσεις. Πολλά από τα αρχικά μέλη στην πορεία παραμερίστηκαν, κάποιοι απ’ αυτούς πέρασαν στην απέναντι πλευρά, αλλά ο μεγαλύτερος αριθμός τους βρέθηκε, σχεδόν ακούσια, να είναι πολύ διαφορετικός απ’ ό,τι ήταν στην αρχή, ενώ υποκαταστάθηκαν στην ηγεσία του κινήματος από καινούργια στοιχεία, διαφορετικής προέλευσης και εξέλιξης, που ήταν δεμένα με πολύ διαφορετικές πραγματικότητες.28
Ο φασισμός του Σαν Σεπόλκρο ήταν μικροσκοπικός και αστικός, ενώ ο μαζικός φασισμός του 1921 ήταν κατά κύριο λόγο αγροτικός, σε κομβικές περιοχές του Βορρά, και διευθυνόταν από καινούργιους ras, ή τοπικούς ηγέτες, όπως ο Ίταλο Μπάλμπο στη Φεράρα, ο Ντίνο Γκράντι στη Μπολόνια και ο Ρομπέρτο Φαρινάτσι στην Κρεμόνα. Ο νέος μαζικός φασισμός δεν είχε δημιουργηθεί τόσο από τον Μουσολίνι όσο ξεπετάχτηκε τριγύρω μία καταγραφή, στους πρώτους 4,5 μήνες του 1921 πραγματοποιήθηκαν τουλάχιστον 207 πολιτικές δολοφονίες, στις οποίες οι σοσιαλιστές αριθμούσαν σαφώς περισσότερα θύματα από τους φασίστες, ενώ δέκα ακόμα σοσιαλιστές δολοφονήθηκαν την επομένη των εκλογών.31 Ο στρατός και οι κρατικοί υπάλληλοι στην πλειοψηφία τους (αν και όχι όλοι) διέκειντο ευμενώς προς τη φασιστική επίθεση, και σε μερικές περιοχές βοήθησαν τους squadristi στην πρόσκτηση όπλων, αν και στις 20 Απριλίου ο πρωθυπουργός έστειλε αυστηρές οδηγίες για να σταματήσει αυτή η συνεργία. Δεν ήταν όλες οι βίαιες ενέργειες πρωτοβουλίες των φασιστών• στις 23 Μαΐου, μία βόμβα που μπήκε από αναρχικούς σ’ ένα θέατρο του Μιλάνου, σκότωσε 21 άτομα και τραυμάτισε περίπου διακόσια.
Η μεταβολή του φασισμού σε μαζική οργάνωση, καθώς και η επιτυχία του, όσο μέτρια και αν υπήρξε, στις εκλογές, έθεταν ερωτήματα για το μέλλον του. Παρά την εισροή μελών από τη μεσοαστική τάξη που, σε μερικές περιπτώσεις, ήταν σχετικά συντηρητικοί, ο Μουσολίνι δεν ήθελε να χάσει τη θέση του στην Αριστερά. Σκεφτόταν ακόμα ως πιθανότητα την αποκρυστάλλωση αυτού του κινήματος σε ένα «Φασιστικό Εργατικό Κόμμα» ή «Εθνικό Εργατικό Κόμμα».
Στις 22 Μαΐου ανακοίνωσε ότι ο ρεπουμπλικανισμός των Fasci θα πρέπει να αναπτυχθεί πιο πολύ, και έθεσε το ζήτημα της δυνατότητας μιας νέας συμμαχίας με τους σοσιαλιστές —με την προϋπόθεση ότι θα απέρριπταν το διεθνισμό και την ταξική επανάσταση— και τους δημοκρατικούς καθολικούς Popolari, για να διαμορφώσουν ένα είδος εθνικιστικής-αριστερής κυβέρνησης. Αυτό ξεσήκωσε κραυγές διαμαρτυρίας τόσο από τους πιο συντηρητικούς φασίστες όσο και από τους κυβερνώντες φιλελεύθερους, που αισθάνθηκαν προδομένοι αφού είχαν συμπεριλάβει τους φασίστες στο εκλογικό τους μέτωπο.
Ο Μουσολίνι στην πραγματικότητα ένιωθε μεγάλη πίεση για τον περιορισμό της αντισοσιαλιστικής βίας, και δεν μπορούσε ακόμα να φανταστεί την υιοθέτηση μιας κατηγορηματικής θέσης εναντίον της Αριστερός. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος από μια επαναστατική αριστερή επίθεση είχε περάσει, διότι, όπως είχε δηλώσει στην II Popolo d’ltalia τον Ιούλιο του 1921, «το να πιστεύουμε ότι ο κίνδυνος του μπολσεβικισμού υπάρχει ακόμα στην Ιταλία, είναι σα να συγχέουμε το φόβο με την πραγματικότητα». Ίσως ένας στόχος του να ήταν η αποστασιοποίηση της CGL, της συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, από τη στενή της σχέση με τους σοσιαλιστές. Εν τω μεταξύ, τον Ιούλιο, ο Μουσολίνι ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους σοσιαλιστές ηγέτες για ένα προσωρινό «σύμφωνο ειρήνευσης» —κάτι που επιθυμούσαν και οι σοσιαλιστές— που θα διατηρούσε υπό έλεγχο τη βία.
Όμως σ’ αυτό ακριβώς το σημείο η βία κινδύνευε να γίνει τελείως ανεξέλεγκτη. Στις 21 Ιουλίου, μια εκστρατεία 500 squadristi στη Σαρτζάνα, μια πόλη κοντά στη Γένοβα, αναχαιτίστηκε από την αστυνομία, η οποία άρχισε να πυροβολεί εναντίον των φασιστών. Τοπικοί σοσιαλιστές συμμετείχαν στην αντεπίθεση• 18 μελανοχίτωνες σκοτώθηκαν, και ακούγονταν φωνές για βεντέτα αντεκδίκησης. Τις βδομάδες που ακολούθησαν πραγματοποιήθηκαν τα φασιστικά αντίποινα- στην πόλη Γκροσέτο 9 άνθρωποι δολοφονήθηκαν. Τέτοιες πράξεις μεγαλοποιούνταν από τους σκληροπυρηνικούς μελανοχίτωνες για να σαμποτάρουν τις διαπραγματεύσεις με τους σοσιαλιστές.
Η απάντηση του Μουσολίνι, στις 22 Ιουλίου, ήταν η δημιουργία της πρώτης επιτροπής εκκαθάρισης των Fasci για το ξερίζωμα των ανεξέλεγκτων στοιχείων και των ποινικών, και η II Popolo d ’Italia παραδέχτηκε ότι σε κάποιες περιοχές οι squadristi ήταν εκτός ελέγχου. Στις 2 Αυγούστου, υπογράφτηκε επίσημα στη Ρώμη ένα Σύμφωνο Ειρήνευσης από τους ηγέτες των Fasci και του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
Δύο εβδομάδες αργότερα, σε μια ανεξάρτητη συγκέντρωση, οι ras από τις περισσότερες επαρχίες του Βορρά μαζεύτηκαν στη Μπολόνια για να αποκηρύξουν το Σύμφωνο. Φασιστικά στελέχη και επαρχιακοί ηγέτες έβλεπαν τους σοσιαλιστές ως εχθρούς του έθνους που έπρεπε να καταστραφούν. Αν και μερικές τοπικές Fasci αποδέχθηκαν το Σύμφωνο, οι κυριότεροι επαρχιακοί ηγέτες κριτικάρισαν σκληρά τον Μουσολίνι, δηλώνοντας ότι δεν δημιούργησε αυτός το κίνημα, το οποίο θα μπορούσε να συνεχίσει και χωρίς αυτόν. Απέρριπταν σθεναρά κάθε αντίληψη «κοινοβουλευτικής λύσης» για τα προβλήματα της Ιταλίας, και στις 18 Αυγούστου ο Μουσολίνι παραιτήθηκε από επικεφαλής της εθνικής εκτελεστικής επιτροπής των Fasci, αν και η παραίτησή του δεν έγινε δεκτή.32
Τον Σεπτέμβρη, οι ηγέτες του κόμματος είχαν δύο μυστικές αντιμουσολινικές συναντήσεις. Τα δόγματα των Fasci απαιτούσαν ισχυρή ηγεσία, αλλά η εναντίωση στη διαιωνιζόμενη αριστερή προσήλωση του Μουσολίνι και την τάση του για συμβιβασμό ήταν αρκετά έντονη. Ένας εναλλακτικός ηγέτης ήταν ο Ντ’Ανούντσιο. Από τότε που εκδιώχθηκε από το Φιούμε, είχε δημιουργήσει τη δική του ακραία εθνικιστική οργάνωση, που είχε ωστόσο και κάποια προοδευτική χροιά, τη Federazione Nazionale dei Legionari Fiumani (FNLF). Τον περισσότερο χρόνο ωστόσο ασχολούνταν με τη λογοτεχνική εργασία, και υιοθετούσε μια διφορούμενη στάση παρουσιάζοντας τον εαυτό του άλλοτε ως υποστηρικτή του φασισμού και άλλοτε ως την εναλλακτική λύση έναντι του φασισμού.33 Παρομοίως, ορισμένοι ήλπιζαν ότι η επαναστατική-συνδικαλιστική Unione Italiana del Lavoro (UIL) θα υιοθετούσε το φασισμό και θα βοηθούσε στη δημιουργία μιας περισσότερο εθνικιστικής εργατικής βάσης απ’ ό,τι η σοσιαλιστική CGL, αλλά τόσο το συνέδριο της UIL όσο και της FNLF, τον Σεπτέμβριο, υιοθέτησαν έντονα αντιφασιστικές θέσεις.34
Η Συμφωνία Ειρήνευσης κατέστη νεκρό γράμμα από τη στιγμή που υπογράφτηκε, και γενικά αγνοήθηκε από τους πιο δραστήριους squadristi. Οι τελευταίοι ισχυρίζονταν ότι η επίσημη ίδρυση του Κομουνιστικού Κόμματος νωρίτερα τον ίδιο χρόνο, που ακολουθήθηκε από τη διαμόρφωση της μαχητικής αριστερής Arditi del Popolo, ήταν απλώς πρόξενος περισσότερης βίας και υπονομευτικής δράσης. Τον Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε μία μεγάλης έκτασης φασιστική «πορεία προς τη Ραβένα»• συνολικά, στις 60 μέρες που ακολούθησαν την υπογραφή της Συμφωνίας, σκοτώθηκαν 21 φασίστες (κυρίως squadristi) κι ένας αδιευκρίνιστος αριθμός αριστερών.35 Τον Οκτώβριο, στο καινούργιο σοσιαλιστικό συνέδριο, κυριάρχησαν για μία ακόμη φορά οι επαναστάτες «μαξιμαλιστές». Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι σκληροπυρηνικοί φασίστες, που ήταν αποφασισμένοι να υποθάλψουν τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον της Αριστερός ως το εφαλτήριο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Η Οργάνωση του Partito Nazionale Fascista (Εθνικό Φασιστικό Κόμμα)
Βλέποντας ότι το Σύμφωνο Ειρήνευσης ήταν νεκρό γράμμα, ο Μουσολίνι γρήγορα αντελήφθη πως θα μπορούσε να επιτύχει περισσότερα για την οργάνωση και την πειθάρχηση των Fasci αποδεχόμενος τη συνέχιση της βίας σε αντάλλαγμα μιας συμφωνίας για τη σύγκληση ενός εθνικού συνεδρίου που θα μετέτρεπε το κίνημα σε οργανωμένο κόμμα. Το συνέδριο αυτό διεξήχθη στη Ρώμη στις 7-10 Σεπτεμβρίου του 1921, εν μέσω της σχετικής αδιαφορίας του τοπικού πληθυσμού — δείχνοντας ότι, παρά την επιτυχία του φασισμού να κινητοποιεί υποστηρικτές στο Βορρά, δεν ήταν πλήρως ένα κίνημα εθνικών διαστάσεων, και όσο νοτιότερα πήγαινες στη χερσόνησο, τόσο πιο αδύναμος γινόταν.
Η συντριπτική πλειοψηφία των αντιπροσώπων υποστήριξε το μετασχηματισμό των Fasci σε ένα κανονικό Partito Nazionale Fascista (PNF), καθοδηγούμενο από μια 19μελή κεντρική επιτροπή που θα εκπροσωπούσε τις διάφορες περιοχές και μια εκτελεστική επιτροπή των έντεκα με επικεφαλής τον Μουσολίνι, του οποίου η ηγετική θέση ήταν γενικά και πάλι αποδεκτή. Τώρα γινόταν όλο και πιο πολύ γνωστός ως Duce (Ηγέτης), ένας από τους καινούργιους ρωμαϊκούς νεολογισμούς που ήταν πολύ δημοφιλής μέσα στο κίνημα και προερχόταν από το λατινικό dux. Όμως οι σημαντικότεροι υπαρχηγοί του ήταν άνθρωποι διαφορετικοί από αυτούς με τους οποίους είχε ιδρύσει το κίνημα δύο χρόνια νωρίτερα.36
Το καινούργιο κόμμα ορίσθηκε ως μια «επαναστατική πολιτοφυλακή που έχει τεθεί στην υπηρεσία του έθνους. Ακολουθεί μια πολιτική που βασίζεται πάνω σε τρεις αρχές: τάξη, πειθαρχία, ιεραρχία»37. Το συνέδριο καλούσε για ένα ισχυρό ιταλικό κράτος υποστηριζόμενο από εθνικά τεχνικά συμβούλια, και —εν αντιθέσει με τις αρχικές Fasti του 1919— υιοθέτησε τον ιταλικό ιμπεριαλισμό. Το οικονομικό πρόγραμμα του κόμματος ήταν υπέρ της παραγωγικότητας και του «οικονομικού φιλελευθερισμού», σε αντίθεση με την τοξικότητα και τον κολεκτιβισμό, το πρόγραμμα όμως του συνεδρίου διαφοροποιούνταν από το φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα στο ότι επεφύλασσε μια ισχυρή ηγετική και συντονιστική θέση στο κράτος. Το κόμμα θα αποτελείτο από τρία τμήματα: τα μέλη, τα squadre και τα φασιστικά συνδικάτα. Υποτίθεται ότι κάθε τοπική fascio θα οργάνωνε το δικό της squadra d’azione, που θα εξέλεγε τον ηγέτη του, ενώ το κόμμα θα δημιουργούσε επίσης gruppi di competenza (κυριολεκτικά: ομάδες αρμοδιότητας) για να προσφέρουν συμβουλές και καθοδήγηση σε όλα τα σημαντικά τεχνικά επίπεδα της εθνικής ζωής.
Στον βαρυσήμαντο λόγο του στο Κοινοβούλιο την 1η Δεκεμβρίου, ο Μουσολίνι δήλωνε ότι «το φασιστικό πρόγραμμα δεν είναι μια θεωρία από δόγματα γύρω από τα οποία δεν είναι ανεκτή καμία συζήτηση. Το πρόγραμμά μας βρίσκεται σε μια διαδικασία συνεχούς επεξεργασίας και μετασχηματισμού».38 Αυτός ο πραγματισμός, ο οπορτουνισμός και η αοριστία προσέφεραν το έδαφος στην κριτική κατά των φασιστών ότι δεν διαθέτουν κανένα πραγματικό δόγμα εκτός από την ωμή βία. Η έμφαση στη δράση και το δυναμισμό, και το αξίωμα ότι η δράση προηγούνταν της ιδεολογίας, είχαν ως αποτέλεσμα τη μεγαλοποίηση του φασιστικού φιλοσοφικού βιταλισμού και της ανορθολογικότητας. Στην οικονομία, το κόμμα ήθελε να μειώσει τις κρατικές δαπάνες, να βελτιώσει τη φορολογική δομή, να εξαλείψει τις περισσότερες κρατικές επιδοτήσεις, να εγγυηθεί το ελεύθερο εμπόριο και να ενθαρρύνει το σχηματισμό κεφαλαίου, καθώς επίσης και την προώθηση του οκταώρου και της προοδευτικής κοινωνικής νομοθεσίας. Το αρχικά ρεπουμπλικανικό κίνημα τώρα δηλωνόταν ως «αγνωστικιστικό» όσον αφορά στο ζήτημα της δημοκρατίας εναντίον του μοναρχισμού.
Την ίδια εποχή είχε συμπτυχθεί ένας αριθμός από διαφωνούσες φασιστικές ομάδες οι οποίες σχημάτισαν «αυτόνομους» και αντιπολιτευτικούς κύκλους σε πολλές και διαφορετικές πόλεις, όπως η Φλωρεντία, η Φεράρα, το Μπάρι και ο Τάραντας.39 Ο Μουσολίνι πέτυχε όμως την επανένωση του μεγαλύτερου μέρους του κινήματος υπό την ηγεσία του. Οι ανταγωνιστικοί τοπικοί ηγέτες συντάχθηκαν γύρω από αυτόν, χωρίς καμία σχεδόν εξαίρεση, καθοδηγούμενοι από τον πιο σημαντικό επικριτή του, τον Ντίνο Γκράνη, τον 26χρονο ras της Μπολόνια.
Πίνακας 4.1. Κοινωνική ή επαγγελματική θέση των μελών τον PNF, Νοέμβριος 1921
Κοινωνική Προέλευση Ποσοστό των μελών του PNF
Εργάτες γης 24,3
Εργάτες των πόλεων 15,4
Σπουδαστές 13,8
Αγρότες και γαιοκτήμονες 12,0
Ιδιωτικοί υπάλληλοι 9,8
Πωλητές και βιοτέχνες 9,2
Ελεύθεροι επαγγελματίες 6,6
Δημόσιοι υπάλληλοι 4,8
Βιομήχανοι 2,8
Εκπαιδευτικοί Μ
Ναυτικοί 1,0
Πηγή: R. De Felice, Mussolini ilfascista (Τορίνο, 1966), 1:6.
Σημείωση: Τα ποσοστά δεν αθροίζονται σε 100,0 λόγω στρογγυλοποίησης.
Το συνέδριο ανακοίνωσε oτι ο αριθμός των μελών του κόμματος έφτανε περίπου τις 220.000, γεγονός που επιβεβαιώνεται grosso modo από μια σχετική αναφορά της αστυνομίας. Περισσότερα από τα μισά μέλη – 135.349- ήταν συγκεντρωμένα στο Βορρά, 42.576 στο Νότο, 26.846 στην Κεντρική Ιταλία (αναλογικά η πιο ασθενής αναλογία μελών) και 13.682 στα νησιά.40 Από τα 151.644 μέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, περισσότερα από τα μισά —87.182— ήσαν βετεράνοι του στρατού και σχεδόν 25% ήσαν κάτω από την ηλικία ψήφου. Η συλλογή στοιχείων για την κοινωνική και επαγγελματική θέση ενός μεγάλου αριθμού μελών απέδειξε οτι η εντύπωση πως τα μέλη προέρχονταν σε μεγάλο ποσοστό από τη μεσοαστική τάξη δεν ήταν και τόσο σωστή.
Το 1922 ο αριθμός των μελών θα αυξηθεί κι άλλο, σε περίπου 250.000. (Εντωμεταξύ, τα μέλη του σοσιαλιστικού κόμματος θα μειωθούν στις 70.000, και τα μέλη του CGL θα πέσουν από τα 2 εκατομμύρια σε μόλις 400.000). Το 1922, το κόμμα εξέδιδε πέντε ημερήσιες εφημερίδες, δύο περιοδικά και περισσότερες από ογδόντα άλλες τοπικές εκδόσεις. Ο Μουσολίνι αναφερόταν τώρα στα μέλη του κόμματος ως την καινούργια ελίτ της Ιταλίας, μία ξεχωριστή καινούργια τάξη που είχε γεννηθεί «από το λαό», και ιδιαίτερα από την ύπαιθρο, για να προσφέρει την ηγεσία της στην αναγέννηση και την επέκταση του έθνους.
Αν τα στοιχεία για τον αριθμό των μελών είναι ακριβή, τότε εκείνη την περίοδο το PNF ήταν πολύ κοντά στο να αντιπροσωπεύει συνολικά την κοινωνική δομή της Ιταλίας. Οι εργάτες των πόλεων και οι εργάτες γης αποτελούσαν το 41,4% του ενεργού πληθυσμού και το 39,7% των μελών του κόμματος. Το μόνο πληθυσμιακό τμήμα που υπερεκπροσωπούνταν ήταν οι σπουδαστές, που συνιστούσαν το 13,8% των μελών. Από την άλλη πλευρά, η ηγεσία ήταν σε μεγάλο βαθμό μεσοαστική, και τουλάχιστον το 80% των μελών της προερχόταν από τα μεσαία στρώματα.
Από τα 127 υψηλόβαθμα ηγετικά στελέχη, το 77% ανήκε στη μεσαία τάξη, ενώ μόνο το 4% ανήκε στην πολύ πλούσια αστική τάξη. Από την ομάδα αυτή, γύρω στο 35% ήταν δικηγόροι, ενώ οι συγγραφείς και οι δημοσιογράφοι έφταναν το 22% και οι εκπαιδευτικοί το 6%. Από τους 14 ανώτερους στην ιεραρχία ηγέτες, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Μουσολίνι, οι πολιτικές απαρχές των 7 βρίσκονταν στην επαναστατική Αριστερά και τους ρεπουμπλικάνους. Αλλά από τους 136 ομοσπονδιακούς γραμματείς του κόμματος, τον πρώτο χρόνο της ύπαρξής του, μόνο οι 37 προέρχονταν από την Αριστερά, ενώ οι 22 ήσαν Ελευθεροτέκτονες (μια ομάδα που αργότερα προγράφτηκε από το μουσολινικό καθεστώς).41
Αναπτύχθηκαν επίσης κλαδικές οργανώσεις. Ξεχωριστές φασιστικές σπουδαστικές ομάδες υπήρχαν ήδη από τα μέσα του 1920, και αρχικά αποτελούσαν το πιο ριζοσπαστικό μέρος του κόμματος. Οταν έγινε το συνέδριο, ανασυγκροτήθηκαν στην Avanguardia Giovanile Fascista για τους μαθητές των σχολείων και τη Federazione Nazionale Universitaria Fascista για τους φοιτητές.42 Οι πρώτες fasci femminili —τμήματα για γυναίκες- μέλη— συγκροτήθηκαν επίσης το 1920, και το νέο καταστατικό του κόμματος εγκαθίδρυσε μια ξεχωριστή ιεραρχία γι’ αυτές τις ομάδες, στις οποίες μπορούσαν να εγγραφούν ως μέλη γυναίκες που ήταν πάνω από 16 ετών.43
Τα συνδικάτα, που για πρώτη φορά οργανώθηκαν σε κάποιες πόλεις στις αρχές του 1921, αναδιοργανώθηκαν τον Φεβρουάριο του 1922 ως Confederazione Nazionale delle Corporazioni Sindacali (CNCS). Αυτή η οργάνωση πολύ σύντομα ισχυριζόταν ότι είχε μισό εκατομμύριο μέλη, αν και οι αυτόνομες φιλοδοξίες των ηγετών της είχαν ήδη καταπνiγεί.44 Στη διάρκεια του πρώτου μισού του 1922, 40% από τα έσοδα του κόμματος προήλθαν από συνδρομές και ιδιωτικές συνεισφορές• τα περισσότερα από τα υπόλοιπα προσέφεραν τράπεζες και ορισμένοι μεγάλοι βιομήχανοι45.
Στα τέλη του 1921, οι φασιστικές τελετουργίες και τα στιλ, που δομήθηκαν πάνω σε στοιχεία τα οποία εισήγαγε ο Ντ’Ανούντσιο στο Φιούμε, είχαν αναπτυχθεί πλήρως. Περιλάμβαναν περίπλοκες τελετουργίες, συνοδευόμενες από αναρίθμητες σημαίες και ειδικά καινούργια οπτικά σύμβολα, που συνοδεύονταν από μαζικά άσματα. Συχνές και μεγάλης κλίμακας δημόσιες πορείες ήταν ένα πολύ κοινό χαρακτηριστικό. Κεντρικό σύμβολο του φασιστικού τελετουργικού είχαν γίνει οι ιδιαίτερα εντυπωσιακές και πολύ πλούσιες νεκρώσιμες τελετές γι’ αυτούς που έπεσαν, οι οποίες συνένωναν τους ζωντανούς με τους νεκρούς σε μια τιμητική εκδήλωση για το κουράγιο και την υπέρβαση της απλής θνητότητας. Η μαζική απάντηση «Presente!» (Παρών!) στο άκουσμα του ονόματος του φονευμένου συντρόφου, εξέφραζε την καινούργια φασιστική λατρεία της υπερβατικότητας διαμέσου της βίας και του θανάτου.
Αν και ο squadrismo είχε σχεδόν αφεθεί εντελώς ελεύθερος, στις αρχές του 1922 ο Μουσολίνι προσπάθησε να οικοδομήσει μια πιο οργανωμένη διοικητική δομή, δημιουργώντας μία εθνική διεύθυνση για τα squadre, τώρα υπό την εποπτεία τεσσάρων περιφερειακών γενικών επιθεωρητών, και με ένα σύνολο ρυθμίσεων σε εθνικό επίπεδο που εκδόθηκαν τελικά στις 3 Οκτωβρίου του 1922. Αντιθέτως, όντας ανήμποροι (ή, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, απρόθυμοι) να συναγωνιστούν στο επίπεδο της μαζικής βίας, υψηλόβαθμοι ηγέτες των σοσιαλιστών έδωσαν εντολές στους οπαδούς τους να μην ανταποδίδουν. Αυτή η παθητικότητα έγινε εμφανής επίσης στη μείωση των απεργιών το 1921, όταν ο αριθμός των διακοπών της αγροτικής εργασίας έπεσε κατακόρυφα (πάνω από 90%) και ο συνολικός αριθμός απεργιών έπεσε στο μισό.
Δεν υπάρχει κάποια ικανοποιητική μελέτη για την πολιτική βία στην Ιταλία αυτά τα χρόνια. Πριν από τον πόλεμο, η Νότια Ιταλία είχε πολύ υψηλό αριθμό ανθρωποκτονιών και η Βόρεια χαμηλό. Όπως γράφει και ο Άντριαν Λίτελτον, «ο αριθμός ανθρωποκτονιών για την Ιταλία ως σύνολο ανέβηκε από το 8,62 το 1919 (ακόμα κάτω από τα προπολεμικά επίπεδα) στο 13,95 το 1920, κι έφτασε στο υψηλότερό του σημείο, 16,88, το 1922».46 Η πολιτική βία ήταν συγκεντρωμένη στον, από άλλες απόψεις, σχετικά μη βίαιο Βορρά, και στη διάρκεια του 1919 και του 1920 μόλις έφτασε την άνοδο του αριθμού των ανθρωποκτονιών στη Σικελία αυτά τα δύο χρόνια (390). Τα δύο χρόνια με την πιο έντονη πολιτική βία ήταν το 1921 και το 1922, όταν η φασιστική επίθεση έφτασε στο αποκορύφωμά της.
Οι φασίστες υπέστησαν επίσης κάποιες απώλειες και μερικές φορές ισχυρίζονταν ότι «χιλιάδες» μέλη τους φονεύτηκαν από τους «ανατρεπτικούς», αλλά ο πλησιέστερος αριθμός σε μια λεπτομερή έκθεση για τους φασίστες δείχνει ότι εν συνόλω δολοφονήθηκαν 463 φασίστες μεταξύ 1919 και 1922. 47 Μία κατοπινότερη κυβερνητική έκθεση αναφέρει πως μόνον 428 μέλη τους φονεύτηκαν μέχρι τα τέλη του 1923.
Ο αριθμός των αριστερών, κατά κύριο λόγο σοσιαλιστών, που σκοτώθηκαν από τους φασίστες ήταν τουλάχιστον διπλάσιος. Ο Γκαετάνο Σαλβεμίνι υπολόγισε αργότερα ότι περίπου 900 σοσιαλιστές είχαν σκοτωθεί στα τέλη του 1922, κι αυτός ο αριθμός είναι πιο κοντά στην αλήθεια.48 Όμως όλοι αυτοί δεν φονεύτηκαν από τους φασίστες, αφού οι επίσημες στατιστικές δείχνουν ότι, το 1920,92 άτομα σκοτώθηκαν από την αστυνομία και το στρατό, ενώ τον επόμενο χρόνο ο αριθμός ανήλθε στα 115. Τα τέσσερα χρόνια 1919-1922 ο συνολικός αριθμός των νεκρών από πολιτική βία στην Ιταλία έφτασε σχεδόν τις 2.000.
Στις 21 Δεκεμβρίου 1921, ο Πρωθυπουργός Ιβανόε Μπονόμι έστειλε εντολές στους επάρχους σε όλη την Ιταλία να αφοπλίσουν όλες τις πολιτικές πολιτοφυλακές, αλλά στο τοπικό επίπεδο πολύ λίγα πράγματα έγιναν για να εφαρμοστούν αυτές οι διαταγές. Παρομοίως, οι εθνικές αρχές διέταξαν η δικαιοσύνη να αποδίδεται με αυστηρότητα και με ισονομία προς όλους, αλλά οι τοπικές κυβερνήσεις, οι δικαστικές αρχές και η αστυνομία πολύ συχνά συνέχιζαν να ευνοούν τους φασίστες.
Παραπομπές
15. Για την πολιτική των φουτουριστών, βλ. Ε. Gentile, «II futurismo e la politica», στο Futurismo. cultura e politico, επιμ. R. De Felice (Topivo, 1988), 105-57• N. Zapponi, «La politica come espediente e come utopia: Marinetti e il Partite Politico Futurista», στο FT. Marinetti Futurista (Νάπολη, 1977), 220-39• E. Santarelli, Fascismo e neofascismo (Ρώμη, 1974), 3-50.
Η φουτουριστική πρωτοπορία είχε διαβρωθεί κάπως με το τέλος του πολέμου και την άνοδο των ρευμάτων των «νέων τάσεων» και της «νέας πραγματικότητας». Ο Umberto Boccioni, ο καλύτερος φουτoυριστής ζωγράφος, είχε πεθάνει στο στρατό το 1916.0 Marinetti, παρ’ όλ’ αυτά, είχε διατηρήσει τα παλιά δόγματα και τα σημεία που τόνιζε το κίνημα.
18.O ρωσικός φουτουρισμός δεν παρουσίαζε τα εθνικιστικά κονστρουκτιβιστικά χαρακτηριστικά του ιταλικού κινήματος, και το κίνητρό του ήταν ένα ακόμα πιο οξύ μίσος για το status quo, την καταστροφή του οποίου θα ακολουθούσε ένα είδος αφηρημένης ουτοπίας. Οι Ρώσοι κομουνιστές και φουτoυριστές είχαν πολύ καλή γνώμη για τον Marinetti, τον οποίο ο Σοβιετικός κομισάριος για την κουλτούρα Ανατόλι Λουνατσάρσκι αποκάλεσε το 1920 «μοναδικό επαναστάτη διανοούμενο της Ιταλίας», θεωρούσαν τους Ιταλούς φουτoυριστές περισσότερο ως ετερόδοξους που κάνουν λάθος, όπως οι Ρώσοι μενσεβίκοι, παρά ως αντεπαναστάτες ή εχθρούς. Σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια, «τόσο ο Λένιν όσο και ο Γκράμσι εκτόξευαν κακολογίες όχι τόσο εναντίον των φασιστών όσο των σοσιαλιστών, των μενσεβίκων, των σοσιαλδημοκρατών και άλλων “φιλελευθέρων”». I.Golomstock,roto/itarifl/».4rr(N0aY0piai, 1990), 11,12
16. G. Rochat, Gli arditi della grande guerra (Μιλάνο, 1981)- F. Gordova, Arditi e legionari dannunziani (Πάντοβα, 1969). O Giovanni Sabbattucci, στο I combattenti net primo dopoguerra (Ρώμη, 1974), πραγματεύεται την πολιτική των βετεράνων γενικότερα.
17. Gentile, Storia del Partito Fascista, 35. Αυτή είναι η καλύτερη ιστορία του φασιστι¬κού κινήματος στο ξεκίνημά του. Κάποιες άλλες περιγραφές είναι στα: Ρ. Alatri, Le origini del fascismo l?m\ix\, 1956)• F. Catalano, La nascita delfascismo, 1918-1922 (Μιλάνο, 1976)• G. Dorso, Mussolini alia conquista del potere (Topivo, 1949)• A. D’Orsi, La rivoluzione antibolscevica (Μιλάνο, 1985)• E. Santarelli, Origini del fascismo. 1911-1919 (Ούρμπινο, 1963). Η καλύτερη περιγραφή από τα μέσα είναι στο Μ. Rocco, Come il fascismo divenne una dittatura (Μιλάνο, 1952). O Robert Vivarelli, στο «Interpretations of the Origins of Fascism», JMH, 63:1 (Μάρτιος 1991), 29-43, παρουσιάζει μια εναργή διερεύνηση των κυ- ριότερων ερμηνειών.
Η καλύτερη γενική περιγραφή της πρώτης δεκαετίας του ιταλικού φασισμού είναι στο Α. Lyttelton, The Seizure of Power: Fascism in Italy. 1919-1929 (Νέα Υόρκη, 1973). Κάποιες άλλες πολύ καλές περιγραφές συμπεριλαμβάνονται στα: Ε. Santarelli, Storia del movimento e del regime fascista, 3 ττ. (Ρώμη, 1967)• A. J. De Grand, Italian Fascism (Λίνκολν, 1982)• E.R. Tannenbaum, The Fascist Experience: Italian Society and Culture, 1922-1945 (Νέα Υόρκη, 1972)• P. Milza & S. Berstein, Lefascisme italien, 1919-1945 (Παρίσι, 1980).
Η πρώτη μεγάλη φιλοφασισπκή μελέτη ήταν στο G. Volpe, L’ltalia in cammino: V ultimo cinquantennio (Μιλάνο, 1927), και η πιο εκτεταμένη στο G.A. Chiurco, Storia della rivoluzione fascista, 1919-1922,5 ττ. (Φλωρεντία, 1929). Η κυριότερη νεοφασιστική ιστορία είναι στο Ρ. Rauti & R. Sermonti, Storia del Fascismo, 6 ττ. (Ρώμη, 1976-78).
Ο καλύτερος ιταλικός βιβλιογραφικός οδηγός είναι του R. De Felice, επιμ., Bibliografia orientativa del fascismo (Ρώμη, 1991), ενώ αυτός του P.V. Cannistrato, επιμ., Historical Dictioronary of Fascist Italy (Γουέστπορτ, Kov. ,1982), είναι πολύ χρήσιμος. ‘
18. Οι «θέσεις» της 13ης Μαΐου περιλαμβάνουν την κατάργηση της γερουσίας, το δικαί¬ωμα ψήφου στα 16 και για τα δύο φύλα, 8ωρη ημέρα εργασίας, εργατική συμμετοχή στην τεχνική διαχείριση, ένα εθνικό τεχνικό συμβούλιο εργασίας, ασφάλιση γήρατος και ανικανό¬τητας για όλους, δήμευση όλης της ακαλλιέργητης γης, ανάπτυξη ενός πλήρως κοσμικού σχολικού συστήματος, προοδευτική φορολογία με μια εισφορά κεφαλαίου, 85% φορολογία στα κέρδη από τον πόλεμο, δήμευση όλης της περιουσίας των θρησκευτικών ινστιτούτων, και διακήρυξη της αρχής «ένα έθνος υπό τα όπλα».
19. Βλ. την περιγραφή του De Felice, Mussolini il rivoluzionario, 520-21.
21. Στην αρχή του 1920 οι φουτουριστές, και για κάποια περίοδο ο φασίστας Gastone Gorrieri, είχαν οργανώσει ένα μικρό Partito del Lavoro (Εργατικό Κόμμα) στη Φλωρεντία.
22. Gentile, Sioria del Partito Fascista, 40.
23.0.*., 115.
24. P.S. Labini, Saggio suite classe sociali (Μπάρς 1975). Μεταξύ του 1911 και του 1921 οι ακτήμονες αγρότες ως ποσοστό του συνολικού αγροτικού πληθυσμού μειώθηκαν από 55 σε 44% σύμφωνα με τον V. Zamagni, The Economic History of Italy, 1860-1990 (Οξφόρδη, 1993), 264.
25. Παρατίθεται από τον Gentile, στο Storia del Partito Fascista, 149
26. Βλ. Μ. Cancogni, Storia del squadrismo (Μιλάνο, 1959)• του ιδίου, Gli squadrisli (Μιλάνο, 1980).
27. Gentile, Storia del Partito Fascista, 163.
28. De Felice, Mussolini il rivoluzionario, 460-61
29. Έχει αναπτυχθεί μια εκτεταμένη βιβλιογραφία για την άνοδο του φασισμού στις διάφορες επαρχίες και περιοχές από την πρώτη εμφάνιση του βιβλίου του S. Sechi, Dopoguerra e fascismo in Sardegna (Topivo, 1969), και του S. Colarizzi, Dopoguerra e fascismo in Puglia (Μπάρς 1971). Κάποιες από τις πιο αξιοσημείωτες εργασίες είναι των: R. Cavandoli, Le origini del fascismo a Reggio Emilia (Ρώμη, 1972)• P. Comer, Fascism in Ferrara (Οξ¬φόρδη, 1974)• A. Roveri, Le origini del fascismo a Ferrara, 1918-1921 (Μιλάνο, 1974)• F.J. Demers, Le origini del fascismo a Cremona (Μπάρι, 1979)• L. Nieddu, Dal combat- tentismo al fascismo in Sardegna (Μιλάνο, 1979)• L. Casali, επιμ., Bologna, 1920: Le ori¬gini del fascismo (Μπολόνια, 1982)• A.L. Cardoza, Agrarian Elites and Italian Fascism: The Province of Bologna, 1901-1926 (Πρίνστον, 1983)• P. Alberghi, II fascismo in Emilia Romagna (Μοδένα, 1989)• F. Snowden, The Fascist Revolution in Tuscany, 1919-22 (Κέι- μπρτιζ, 1989)• L. Ganapini, επιμ., La storiografia sul fascismo locale nell ‘Italia nordorien- tale (Ούντινε, 1990).
30. Βλ. J. Petersen, «Elettorato e base sociali del fascismo italiano negli anni venti», Studi Storici, 16 (1975), 627-29.0 William Brustein συγκέντρωσε στοιχεία για να δείξει ότι οι φασίστες πέτυχαν να πάρουν ορισμένες ψήφους από τους σοσιαλιστές, ιδιαίτερα μεταξύ των χαμηλότερων αγροτικών μεσοαστικών στρωμάτων που είχαν μια ανοδική κινητικότητα Βλ. Brustein, «The “Red Menace” and the Rise of Italian Fascism», American Sociological Review, 56 (Οκτώβριος 1991), 652-64.
31. Στοιχεία από το αρχείο του αναπληρωτή γραμματέα του Υπουργείου των Εσωτερικών στο G. De Rosa, Giolitti e il fascismo in alcune sue leltere inedite (Ρώμη, 1957), 78, που παρατίθεται από τον De Felice, Mussolini il rivoluzionario, 607-608. Τα στοιχεία από το Υπουργείο Εσωτερικών δείχνουν ότι η αστυνομία τους τέσσερις πρώτους μήνες του 1921 συνέλαβε 396 φασίστες και 1.421 σοσιαλιστές. R. De Felice, Mussolini il fascista (Τορίνο, 1966), 1:35-39.
32. Αντιστρόφως, η παραίτηση του μετριοπαθούς και αριστερίζοντος Cesare Rossi από τη θέση του αναπληρωτή γενικού γραμματέα έγινε αποδεκτή στις 20 Αυγούστου. Αυτός κατήγγειλε δημόσια τη βία των Fasci, και συνειδητοποίησε ότι ο στόχος της δημιουργίας ενός Φασιστικού Εργατικού Κόμματος ήταν ανέφικτος.
33. F. Perfetti, Fiumanesimo, sindacalismo e fascismo (Ρώμη, 1988), 1-115. Για τις μετέπειτα σχέσεις του D’Annunzio με το φασισμό, βλ. Ν. Valeri, D ‘Annunzio davanti al fascismo (Φλωρεντία, 1963), και G. Rizzo, D’Annunzio e Mussolini (Ρώμη, 1960). O D’ Annunzio απολάμβανε αξιοσημείωτης υποστήριξης μεταξύ των μελών του Arditi del Popolo, ενώ η Fiume Carta del Camaro είχε περισσότερους οπαδούς μεταξύ των πιο αριστερών φασιστών.
34. Η UIL ιδρύθηκε αρχικά στα τέλη του 1914 από τους επαναστάτες συνδικαλιστές που είχαν εκδιωχθεί από την Unione Sindacale Italiana επειδή υπεράσπιζαν τον εθνικισμό και την είσοδο στον πόλεμο.
35. Gentile, Storia del Partito Fascista, 357.
36. Υπάρχουν πολλές βιογραφίες των κυριότερων υπαρχηγών του Μουσολίνι: G.B. Guerri, Giuseppe Bottai, unfascista criiico (Μιλάνο, 1976)• του ιδίου, halo Balbo (Μιλάνο, 1984)- E. Misefari, II quadrumviro col fruslino: Michele Bianchi (Κοσένζα, 1977)• G. Rochat, halo Balbo (Topivo, 1986)• R Nello, Dino Grandi (Μπολόνια, 1987)• M. Canali, Cesare Rossi (Μπολόνια, 1991 )• H. Fomari, Mussolini’s Gadfly: Roberto Farinacci (Νάσβιλ, 1971). To καλύτερο βιβλίο για τον Balbo είναι του C.G. Segr£, Italo Balbo: A Fascist Life (Μπέρ- κλεϊ, 1987). Βλ επίσης, F. Cordova, επιμ., Uomini e volti delfascismo (Ρώμη, 1980)• N. Caracciolo, Tutti gli uomini del Duce (Μιλάνο, 1982).
37. Gentile, Storia del Partito Fascista, 398.
38. Ό.π., 400.
39. R. Cantagalli, Storia del fascismo fiorentino, 1915-1925 (Φλωρεντία, 1972), 283¬301- S. Versari, Una pagina di storia del fascismo fiorentino: 11 fascismo autonomo (Ρόκο 1. Κασκιάνο, 1938).
40. De Felice, Mussolini il fascista, 1:7. Βλ. επίσης, W. Schieder, «Die Strukturwandel der Faschistischen Paitei Italiens in der Phase der Henschaftsstabilisierung», στο Faschismus als soziale Bewegung, επιμ. W. Schieder (Αμβούργο, 1976), 69-96.
41. Gentile, Sloria del Partito Fascista, 557.
42. Για την πρώτη απ’ αυτές, βλ. Ρ. Nello, L’avanguardismo giovanile alle origini del fascismo (Μπάρι, 1979).
43. D. Detragiache, «II fascismo femminile da San Sepolcro all’affare Matteotti, 1919¬1925», SC, 14:2 (Απρίλιος 1983), 211-51.
44. F. Cordova, Le origini dei sindacatifascisti (Μπάρι, 1974)• F. Perfetti, II sindacalismo fascista (Ρώμη, 1988).
45. Gentile, Storia del Parti to Fascista, 436-40.
46. A. Lyttelton, «Fascism and Violence in Post-War Italy», στο Social Protest, Violence and Terror in Nineteenth- and Twentieth-Century Europe, επιμ. W. Mommsen και G. Hirschfeld (Νέα Υόρκη, 1982), 262.
47. Για την ακρίβεια, 4 φασίστες σκοτώθηκαν το 1919,16 το 1920,231 το 1921 και 192 το 1922, πράγμα που καταδεικνύει ότι οι ίδιοι υπέφεραν αντιστρόφως ανάλογες δοκιμασίες σε σχέση με τις δικές τους επιδρομές. J. Petersen, «Violence in Italian Fascism, 1919-1925», στο Mommsen & Hirschfeld, επιμ., Social Protest, 275-99.
48. G. Salvemini, Le origini del fascismo in Italia (Μιλάνο, 1979), 321.
Πηγη : Η ιστορία του φασισμού 1914 -1945, Στάνλεϊ Πέιν, Φιλίστωρ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου