Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2017

Τα ξημερώματα της 1ης Γενάρη 1959 ο Μπατίστα εγκαταλείπει την Κούβα: το χρονικό της απελευθέρωσης



Της Αργυρώ Κραββαρίτη 
στο
http://vathikokkino.gr
Το πρωί της 1ης Γενάρη 1959 στείλαμε το λοχαγό Νούνες Χιμέντς με τον Ροντρίγκες ντε Λα Βέγα να διαπραγματευτούν την παράδοση του στρατώνα. Τα νέα ήταν ασυνήθιστα κι αντιφατικά: ο Μπατίστα μόλις το ΄χε σκάσει προκαλώντας την κατάρρευση της Διοίκησης των Ενόπλων Δυνάμεων. Οι δυο απεσταλμένοι μας ήρθαν σε επαφή με τον Καντίγιο και του ανακοίνωσαν την πρόταση παράδοσης, όμως εκείνος έκρινε ότι  δεν ήταν δυνατόν να τη δεχτεί γιατί αποτελούσε τελεσίγραφο και πως αυτός είχε αναλάβει τη διοίκηση του στρατού, ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του Φιντέλ Καστρο. Ήρθαμε σ΄επαφή με το Φιντελ, και τον ενημερώσαμε δίνοντας του τη γνώμη μας για τη ύποπτη στάση του Καντίγιο. Η πεποίθησή του ήταν ατράνταχτη· είχε κι αυτός την βεβαιότητα ότι ο Καντίγιο ήταν προδότης. ( Ο Καντίγιο σ΄αυτές τις αποφασιστικές στιγμές, επέτρεψε σ΄όλους τους μεγάλους υπεύθυνους της Κυβέρνησης του Μπατίστα να διαφύγουν. Η στάση του γίνεται ακόμα πιο αξιοκατάκριτη αν σκεφτούμε πως είχαμε έρθει σ επαφή μ΄έναν αξιωματικό και πως του ΄χαμε δείξει εμπιστοσύνη με την αφελή σκέψη ότι ένας στρατιωτικός κρατάει το λόγο του…) H επανάσταση στην Κούβα, Τσε Γκεβάρα , εκδόσεις Καρανάση σελ.225


Μεταξύ 31ης Δεκέμβρη 1958 και 1ης Γενάρη 1959, τα ξημερώματα για την ακρίβεια στις 3.15, ο Μπατίστα εγκαταλείπει την Αβάνα, αφήνοντας στον στρατηγό Καντίγιο τη διοίκηση και απογειώθηκε αρχικά για Μαϊάμι κι αργότερα για Αγιο Δομίνικο.

Ο Φιντέλ μυρίζεται πραξικόπημα. Η είδηση επιβεβαιώνεται. Ο Καδρος Πιέδρα, δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ο νέος πρόεδρος. Ο Καντίγιο που συνομωτούσε με τη στήριξη της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών αναζητώντας μια εύκολη λύση, για την αποφυγή της επανάστασης είναι ο αρχηγός του στρατού

Ο Φιντέλ ακουμπάει σ΄ένα ντουλάπι και γράφει: «Επανάσταση ναι, πραξικόπημα όχι» και ετοιμάζει ένα κάλεσμα σε γενική απεργία. Πηγαίνει μ΄ένα τζιπ στο σταθμό του Ράδιο Ρεμπέλδε για να ηχογραφήσει το μήνυμα. Στις 10.00 το διάγγελμα βγαίνει στον αέρα και αρχίζει να επαναλαμβάνεται από δεκάδες ραδιοφωνικούς σταθμούς σε όλη τη χώρα και στη Λατινική Αμερική.
Ο Τσε ακούει το μήνυμα του Φιντέλ περίπου την ίδια ώρα που παίρνει και τις τελευταίες πληροφορίες από τον πολιορκημένο στρατώνα. Ήρθαμε αμέσως σ΄επαφή με τον Φιντέλ, ανακοινώνοντάς του τα νεότερα, δίνοντάς του όμως και τη δική μας γνώμη σχετικά με τη στάση του Καντίγιο: το ενδεχόμενο της στρατιωτικής χούντας, θα μας υποχρέωνε να έρθουμε σε διαπραγματεύσεις με τη υπολείμματα της δικτατορίας

Είναι 12.20 της 1ης Ιανουαρίου 1959. Με την πτώση του στρατώνα Λεόνσιο Βιδάλ , τελειώνει η μάχη της Σάντα Κλάρα (…)
(…) Ο Φιντέλ , μέσω του Ράδιο Ρεμπέλδε, κατευθύνει την τελική φάση της επίθεσης με μία σειρά μηνυμάτων που διαδέχονται ταχύτατα το ένα το άλλο, με τα οποία πιέζει τη φρουρά του Σαντιάγκο να παραδοθεί, διατάζει την κινητοποίηση των φαλαγγών του Τσε και του Καμίλο με κατεύθυνση προς την Αβάνα, διατάζει τον Τσε να καταλάβει το φρούριο της Λα Καμπάνα και τον Καμίλο τον προμαχώνα του Μπατίστα στην πρωτεύουσα:το φρούριο της Κολούμπια. (…)

Εν τω μεταξύ, στην Αβάνα, απ΄τη στιγμή που γίνονται γνωστά τα νέα για τη φυγή του Μπατίστα, οι φοιτητές αρχίζουν να συγκεντρώνονται και σημαίες της 26ης Ιουλίου ανεμίζουν στο λόφο του πανεπιστημίου. Ο κόσμος ξεχύνεται στους δρόμους, σημειώνονται λεηλασίες στο Μπίλτμορ και στο Σεβίγια Πλάσα, στα καζίνο· πολιτοφύλακες της 26ης Ιουλίου καταλαμβάνουν τις εφημερίδες του Μπατίστα, ενώ η αστυνομία, σε αντίποινα, ρίχνει με πολυβόλα εναντίον του συγκεντρωμένου πλήθους στις φτωχογειτονιές. Απελευθερώνονται οι κρατούμενοι των φυλακών του Πρίνσιπε. Ο έλεγχος του CMQ περνά στα χέρια της Λαϊκής Αντίστασης.  Μες στο χάος, τα πολιτικά στελέχη της 26ης Ιουλίου και του Δευτέρου Μετώπου μπαίνουν στη διαδικασία να καλύψουν ένα κενό πολύ αόριστο, γιατί, στο τέλος τέλος, στους στρατώνες υπάρχουν ακόμα χιλιάδες στρατιώτες του καθεστώτος Μπατίστα. Οι αστυνομικοί εγκαταλείπουν κάμποσα αστυνομικά τμήματα, και μόνο σε μερικά απ΄αυτά απαντούν με πυροβολισμούς στις πιέσεις του πλήθους, που ολοένα αυξάνει στους δρόμους.

Στις 2.00 το απόγευμα ο Αμερικανός πρέσβης Ερλ.Τ.Σμιθ, συνοδευόμενος κι από άλλα δυο μέλη του διπλωματικού σώματος, συναντιέται με τον Καντίγιο (και όχι με τον Πρόεδρο Πιέδρα, δεν τηρούνται οι τύποι ούτε καλλιεργούνται εσφαλμένες εντυπώσεις σχετικά με το ποιανού τα χέρια βρίσκεται η εξουσία). Οι Αμερικανοί αναζητούν μια οδό διαφυγής από τη δικτατορία που να μην περνά από τον Φιντέλ και την 26η Ιουλίου, αλλά από την οποία να εξαιρούνται και οι άνθρωποι του καθεστώτος Μπατίστα· προσπαθούν με πολύ αδέξιο τρόπο να κρατήσουν τα προσχήματα. Για την «αλλαγή φρουράς» θα χρησιμοποιήσουν τους «καθαρούς καθεστωτικούς», που είχαν συνωμοτήσει εναντίον του Μπατίστα και είχαν φυλακιστεί, με επικεφαλείς τους Μπαρκίν και Μπορμπονέτ. Ο Καντίγιο υποκύπτει στις πιέσεις και στις επτά το απόγευμα βγάζει τους στρατιωτικούς από το Ίσλα ντε Πίνος μαζί με τον ηγέτη της 26ης Ιουλίου Αρμάντο Χαρτ.

Ο κόσμος έχει βγει στους δρόμους.Ο λαός πανηγυρίζει πλημμυρίζει τα στενά της Σάντα Κλαρα, ακούγονται κραυγές θριάμβου και κλάματα, το πλήθος στα χέρια του αντάρτες..Όλοι χορεύουν και τραγουδούν στην ελεύθερη πια Σάντα Κλάρα και ζητούν να εκτελεστούν οι βασανιστές που έχουν συλληφθεί.(…)

Ενώ στη Σάντα Κλάρα οι μαχητές του Τσε και του Διευθυντηρίου διατηρούν υπό τον αυστηρό έλεγχο τους τα όπλα και την κατάσταση στους δρόμους, στην Αβάνα το πλήθος επιβάλλει τη δικαιοσύνη που ήθελε εδώ και πολύ καιρό να επιβάλλει: ένα είδος λογικού και επιλεκτικού βανδαλισμού οδηγεί τα πλήθη να επιτεθούν στα πρατήρια της Shell, για την οποία λεγόταν ότι είχε συνεργαστεί με το Μπατίστα, χαρίζοντάς του τανκς. Καταστρέφουν τα καζίνο, που είναι ιδιοκτησία της αμερικάνικης μαφίας και του υποκόσμου του καθεστώτος Μπατίστα, καταστρέφουν τα παρκόμετρα – μία από τις βρώμικες δουλειές του συστήματος – επιτίθενται σε σπίτια διαφόρων επιτρόπων του καθεστώτος (στο σπίτι του συνδικαλιστή Μουχάλ πετούν το κλιματιστικό από το παράθυρο). Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί διαλύονται καθώς τα στελέχη του καθεστώτος Μπατίστα προσπαθούν να καλυφθούν, εφόσον οι επαναστατικές δυνάμεις αρνούνται να προχωρήσουν σε διαπραγματεύσεις. Καταλαμβάνονται τα στούντιο της τηλεόρασης και αυτόκλητοι μάρτυρες καταγγέλλουν τη φρίκη της καταστολής του καθεστώτος Μπατίστα, που αποτελεί πια παρελθόν.
Στις 9.00 το βράδυ συμφωνείται η παράδοση του Σαντιάγκο. Ο Φιντέλ μπαίνει στην πρωτεύουσα της επαρχίας του Οριέντε, ορκίζει πρόεδρο το δικαστή Μανουέλ Ορούτα και ανακοινώνει την αναχώρηση του για την Αβάνα.
(…)
Ο Τσε στην Σάντα Κλάρα αρχίζει να συγκεντρώνει και πάλι τα διασκορπισμένα αποσπάσματα της φάλαγγάς του: Καλούνται να παρουσιαστούν οι δυνάμεις του Μπορδόν και του Ραμίρο. Αυτοκίνητα με μεγάφωνα διατρέχουν τους δρόμους καλώντας τους αντάρτες της φάλαγγας να συγκεντρωθούν. (…)

Τη νύχτα φτάνει κι ο Καμίλο επικεφαλής της φάλαγγάς του. (…) Αυτοί θα είναι και οι πρώτοι άντρες που θα φύγουν με προορισμό την Αβάνα.

(…) Ο Ολτούσκι παρατηρεί: «Είχαμε απομείνει λίγοι στο κτίριο του Όμπρας Πούμπλικας. Η κούραση πολλών ημερών μας νικούσε τώρα και μερικοί είχαν πάει στα σπίτια τους, ενώ άλλοι κείτονταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα ή πάνω στα σακιά με την άμμο που είχαν τοποθετηθεί ως προκαλύμματα.
Στη μεγάλη σάλα όλοι κοιμούνταν, εκτός από εμένα, τον Καμίλο που είχε καταφτάσει πριν λίγη ώρα, και τον Τσε.  Ο Καμίλο, επιδεικνύοντας για άλλη μια φορά το ανεξάντλητο χιούμορ του, μας διηγόταν τις αστείες πλευρές των πρόσφατων περιπετειών του. Ήμασταν ξαπλωμένοι στο πάτωμα, ακουμπισμένοι στα σακιά, κάτω από το λιγοστό φως των φαναριών του δρόμου που έμπαινε από τα παράθυρα.

Κάποιος ήρθε κι έφερε ένα καλάθι γεμάτο μήλα κι έτσι συνειδητοποιήσαμε ότι ήταν Πρωτοχρονιά. Παρά τις μεταξύ μας διαφορές, που είχαν ήδη διαφανεί, ένιωσα καλά που βρισκόμουν ανάμεσα σ΄ εκείνους τους άντρες. Ο θόρυβος ολοένα και δυνάμωνε έξω απ΄το κτίριο. Ήρθαν μερικοί αντάρτες και μας είπαν ότι είναι έτοιμοι. Σηκωθήκαμε και βγήκαμε έξω. Ήταν μια κρύα νύχτα. Ο θόρυβος απ΄τις μηχανές των αυτοκινήτων και το φως απ΄τα φανάρια τους πλημμύριζαν τον τόπο. Εκείνη την ώρα οι περίεργοι ήταν λίγοι. Μερικοί από τους συγγενείς των δολοφόνων κοιμούνταν ακουμπισμένοι στους τοίχους».

Στις 5.50 τα ξημερώματα , στις 2 Ιανουαρίου, η φάλαγγα του Καμίλο αναχώρησε από τη Σάντα Κλάρα με κατεύθυνση προς την Αβάνα.
Καθ΄όλη τη διάρκεια του πρωινού τις 2 Ιανουαρίου αυτοκίνητα με μεγάφωνα διέσχιζαν τους δρόμους της πόλης της Σάντα Κλάρα, μεταδίδοντας ξανά και ξανά το ίδιο μήνυμα- που ακουγόταν επίσης και από τους αναμεταδότες του Ράδιο Ρεμπέλδε- επαναλαμβάνοντάς το μέχρι κορεσμού: « Ειδοποιούνται τα μέλη της Όγδοης Φάλαγγας ότι, σύμφωνα με διαταγή του κομαντάντε Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, οφείλουν να συγκεντρωθούν αμέσως στο στο στρατόπεδο, για να ανασυνταχθούν και να μπορέσουν να αναχωρήσουν.

Παραταγμένοι μπροστά από το Λεόνσιο Βιδάλ , κατά τις 3.00 το απόγευμα, με τζιπ, καμιόνια και ρυμούλκες με τα τανκς, αναχωρούν τετρακόσιοι περίπου άντρες. Ο Τσε επιβαίνει σε μια κατασχεμένη Σεβρολέτ χρώματος λαδί, μαζί με την Αλεϊδα και τη συνοδεία του, τον  Βιγέγας, τον Έρμες Πένια, τον Μεντόσα Αργουδόν και τον Αλμπέρτο Καστεγιάνος στο τιμόνι – δεν ταξιδεύουν και πολύ άνετα, όντας έξι  άνθρωποι σ΄ένα αμάξι. Καθώς δεν είναι και πολύ πεπεισμένος όσον αφορά την ικανότητα των γκουαχίρος του να κινούνται στις πόλεις, ο Τσε φροντίζει να διαδοθεί από στόμα σε στόμα ή ακόλουθη αστεία απειλή: Όποιον χτυπήσει κανένα ή τρακάρει θα τον τουφεκίσω.

Αργότερα θα τους ακολουθήσει και το δεύτερο τμήμα της Όγδοης Φάλαγγας, υπό τη διοίκηση του Ραμίρο Βαλδές, που πρέπει πρώτα να συγκεντρώσει ξανά τους μαχητές. Σύμφωνα με διαταγή του Φιντέλ, ο Τσε φεύγει χωρίς τις δυνάμεις του Διευθυντηρίου που τον είχαν συνοδέψει στις μάχες των τελευταίων ημερών στη Σάντα Κλάρα (…)

Εν τω μεταξύ στην Αβάνα, με τα υπολείμματα της δικτατορίας του Μπατίστα να έχουν τραπεί σε φυγή ή να βρίσκονται σε αποσύνθεση, σημειώνονται σποραδικές ανταλλαγές πυροβολισμών μεταξύ των πολιτοφυλάκων από τη μια και αστυνομικών ή παρακρατικών, όπως οι Τίγρεις του γερουσιαστή Μασφέρερ, από την άλλη. Ξέχειλα αυτοκίνητα διασχίζουν τους δρόμους, ενώ η λαϊκή σοφία, που ομόθυμα απαιτεί εκδίκηση, καταφέρεται εναντίον των συμβόλων της εξαφανισμένης εξουσίας, πετώντας στους δρόμους τις ρουλέτες και τα τραπέζια των τυχερών παιχνιδιών των καζίνο. Νωρίς το απόγευμα, στο Πάρκε Σεντράλ, πραγματοποιείται μια διαδήλωση εργατών που στηρίζουν τους επαναστάτες. Στους τοίχους των κτιρίων κρέμεται η σημαία της 26ης Ιουλίου και εμφανίζονται πλακάτ που γράφουν «Ζήτω ο Φιντέλ».

Η πρώτη φάλαγγα που μπαίνει στην πόλη είναι η Άνχελ Αμεϊχέιρας, με εκατόν πενήντα άντρες περίπου, διοικούμενη από έναν παλιό γνωστό του Τσε, τον Βίκτορ Πανέκε, που εγκαθίσταται στο Παλάσιο ντε λος Ντεπόρτες. Πρόκειται για εθνοφρουρούς που δρουν στα περίχωρα της πόλης.

Έπειτα καταφθάνει ο Γκουτιέρες Μενόγιο με το Δεύτερο Μέτωπο του Εσκαμπράι,  που στρατοπεδεύει στο Ινστιτούτο του Βεδάδο. Είχε κάνει «ηρωική» είσοδο στην Αβάνα. Σκεφτήκαμε πώς ίσως να ήταν ένας ελιγμός που εφάρμοζαν στην προσπάθειά τους να ισχυροποιήσουν τη θέση τους, να κερδίσουν κατι, να πιέσουν μια κατάσταση. Τους ξέραμε πια καλά, αλλά μέρα με τη μέρα τους μαθαίναμε καλύτερα.

Και στις 5.15 το απόγευμα η εμπροσθοφυλακή της φάλαγγας του Καμίλο μπαίνει στην Κολούμπια χωρίς να συναντήσει καμία αντίσταση από την πλευρά των «καθαρών» στρατιωτικών, που έχουν αντικαταστήσει τους ανθρώπους του Μπατίστα  στην αρχηγία του πιο σημαντικού στρατιωτικού κέντρου του δικτατορικού  καθεστώτος. Εκεί ο Καμίλο δέχεται μια κλήση από τον Τσε, που βρίσκεται στα μισά του δρόμου, με μια φάλαγγα που ο αριθμός των αντρών της ολοένα μεγαλώνει, λόγω των εθνοφρουρών που προσχωρούν στις γραμμές της. (…)
Προχωρημένη νύχτα πια, ο Τσε ατενίζει για πρώτη φορά την Αβάνα, την πρωτεύουσα της χώρας, μια πόλη που του την έχουν περιγράψει εκατοντάδες φορές αλλά που ποτέ του δεν έχει δει, μια πόλη που πρέπει να του φαίνεται εξωπραγματική. (…)

Ο Τσε προχωράει με τρία αυτοκίνητα στην οδό Μπογέρος, για να φτάσει κατευθείαν στο στρατόπεδο της Λα Καμπάνια. Στην είσοδο του φρουρίου υπάρχουν σκοποί, που δύσπιστοι κρατούν μια απόσταση από μερικούς πολιτοφύλακες που φρουρούν το στρατόπεδο απ΄ έξω. Ο Τσε δεν ταλαντεύεται ούτε στιγμή και μπαίνει κατευθείαν μέσα, χωρίς δισταγμούς, όπως ακριβώς είχε κάνει κι ο Καμίλο λίγες ώρες νωρίτερα στην Κολούμπια. Τον υποδέχεται ένας «καθαρός» στρατιωτικός, ο Βαρέλα, που αμέσως του παραδίδει τη διοίκηση. Εχει περάσει τις τελευταίες ώρες τρομοκρατημένος, πιστεύοντας ότι η φρουρά του Μπατίστα ήθελε να τον δηλητηριάσει, και αρνιόταν να φάει και να πιει.

Αυτό ήταν η νίκη; Μια νυχτερινή άδοξη είσοδος μες στη μαύρη νύχτα σ΄ένα στρατώνα που ο αρχηγός του τον παραδίδει πριν καλά καλά του τον ζητήσουν; (…)

Στις 8 Ιανουαρίου, από το φρούριο της Λα Καμπάνα, ο Τσε ακούει τις ζητωκραυγές του λαού που υποδέχεται τη φάλαγγα του Φιντέλ. Με ένα ζευγάρι κιάλια παρατηρεί το πρώτο τζιπ, στο οποίο ο Φιντέλ, συνοδευόμενος  από τον Καμίλο, προπορεύεται ως επικεφαλής της φάλαγγας, περικυκλωμένος από το πλήθος, που κυριολεκτικά δεν αφήνει τα οχήματα να περάσουν (…)
Όταν στη Σάντα Κλάρα, ο μαχητής Μουστελιέρ ζητά από τον Τσε να του επιτρέψει να πάει στο Οριέντε να δει την οικογένειά του, ο κομμαντάντε της φάλαγγας του απαντά μ’ ένα ξερό όχι
  • Τσε, κερδίσαμε πια την επανάσταση,
  • Όχι, κερδίσαμε τον πόλεμο. Η επανάσταση τώρα αρχίζει ]


  Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Ερνεστο Τσε Γκεβάρα, γνωστός και ως Τσε, Κεδρος, σελ.408-426
Με την απελευθέρωση της Αβάνας, ο πόλεμος τέλειωσε και η επανάσταση μόλις άρχιζε…    




   
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου