Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους.
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μιὰν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾶ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ξέρει νὰ σφίξει γερὰ ἐκεῖ ποὺ ὁ λογισμός μας ξεγελᾶ
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ χρόνος σταμάτησε καὶ ἡ μνήμη ξεριζώθηκε
Σὰ μιὰν ἐκζήτηση παράλογη πέρα ἀπὸ κάθε νόημα;
(Κι αὐτοὶ γυρίζουν πίσω μιὰ μέρα χωρὶς στὸ μυαλὸ μιὰ ρυτίδα
Βρίσκουνε τὶς γυναῖκες τους καὶ τὰ παιδιά τους ποὺ μεγάλωσαν
Πηγαίνουνε στὰ μικρομάγαζα καὶ στὰ καφενεῖα τῆς συνοικίας
Διαβάζουνε κάθε πρωὶ τὴν ἐποποιία τῆς καθημερινότητας.)
Πεθαίνουμε τάχα γιὰ τοὺς ἄλλους ἢ γιατί ἔτσι νικοῦμε τὴ ζωὴ
Ἢ γιατί ἔτσι φτύνουμε ἕνα ἕνα τὰ τιποτένια ὁμοιώματα
Καὶ μιὰ στιγμὴ στὸ στεγνωμένο νοῦ τους περνᾶ μιὰν ἡλιαχτίδα
Κάτι σὰ μιὰ θαμπὴν ἀνάμνηση μιᾶς ζωικῆς προϊστορίας.
Φτάνουνε μέρες ποὺ δὲν ἔχεις πιὰ τί νὰ λογαριάσεις
Συμβάντα ἐρωτικὰ καὶ χρηματιστηριακὲς ἐπιχειρήσεις
Δὲ βρίσκεις καθρέφτες νὰ φωνάξεις τ’ ὄνομά σου
Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μιὰν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατί ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ ’ρθει νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;
Ποιὸς θὰ μετρήσει μιὰ μιὰ τὶς σταγόνες πρὶν σβήσουν στὸ χῶμα
Πρὶν γίνουν ἕνα μὲ τὴ λάσπη σὰν τὶς φωνὲς τῶν ποιητῶν;
Ἐπαῖτες μιᾶς ἄλλης ζωῆς τῆς Στιγμῆς λιποτάχτες
Ζητοῦνε μιὰ νύχτα ἀπρόσιτη τὰ σάπια τους ὄνειρα.
Γιατί ἡ σιωπή μας εἶναι ὁ δισταγμὸς γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο
Μανώλης Αναγνωστάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου