Επιμέλεια Αργυρώ Κραββαρίτη
Το αίτημα για οχτάωρη εργασία
Τα γεγονότα που οδήγησαν στους φόνους του Χέιμαρκετ ξεκίνησαν από το αίτημα για οχτώ ώρες ημερήσια εργασία. Οι κινήσεις για μείωση των ωρών εργασίας ξεκίνησαν στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης, προς τα τέλη του 1860, και πέτυχαν τη θέσπιση πολλών ομοσπονδιακών και πολιτειακών νόμων, με ασήμαντα όμως αποτελέσματα. Ο μέσος όρος εργασίας παρέμεινε η εξαήμερη δωδεκάωρη εργασία, ενώ πολλοί εργάτες δούλευαν έως και 90 ώρες την εβδομάδα. Το 1884, έγινε ένα συνέδριο από τη μη σοσιαλιστική Ομοσπονδία Οργανωμένων Συνδικάτων και Εργατικών Ενώσεων στο Σικάγο, με κεντρικό θέμα το οχτάωρο. Συμφωνήθηκε τότε, με βάση την πρόταση ενός αντιπροσώπου απ’ την Ουάσιγκτον, ονόματι Γκάμπριελ Έντμοντον, να τεθεί σε ισχύ το οχτάωρο από την 1η Μαϊου του 1886.
Με την εκστρατεία για την καθιέρωση της οχτάωρης εργασίας συντάσσονται σε πρώτη φάση πάνω από 250.000 εργάτες. Το Νοέμβριο του 1885 ιδρύθηκε στο Σικάγο μια Ένωση για το Οχτάωρο, η οποία απορρόφησε πλήθος διαφορετικών ομάδων και οργανώσεων, όπως το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, οι Ιππότες της Εργασίας, προσωπικότητες όπως ο Τζωρτζ Σίλινγκ, ο Τζόζεφ Γκρούενχουτ, ο Ουίλλιαμ Σάλτερ, ακόμα και ο Κάρτερ Χάρισον που θήτευε για τέταρτη φορά ως δήμαρχος της πόλης.
Μέχρι το 1886, η πρόταση για το οχτάωρο διαδίδεται πλατιά μέσα σ’ όλο το αμερικάνικο εργατικό κίνημα. Βέβαια, για κάποιο διάστημα οι επαναστάτες σοσιαλιστές και αναρχικοί αντιτίθεντο στην πρόταση για το οχτάωρο, βλέποντάς την ως ρεφορμιστικό αίτημα. Μόλις στις αρχές του 1886, υιοθέτησαν κι αυτοί το αίτημα για την οχτάωρη εργασία, αλλά ασφαλώς σαν μεταβατικό αίτημα, επιμένοντας στο ότι πρέπει να κατακτηθεί άμεσα, δίχως τη μεσολάβηση καμιάς κεντρικής κομματικής ηγεσίας, από τους ίδιους τους εργάτες, στην προοπτική της ανατροπής του καθεστώτος. Παρά το γεγονός ότι η υποστήριξη των αναρχικών για το οχτάωρο ήταν αργοπορημένη και με επιφυλάξεις, στην πράξη ήταν τόσο ενθουσιώδης και δυναμική, ώστε, δίχως τη συμμετοχή τους, το εργατικό κίνημα δύσκολα θα μπορούσε να προωθήσει το αίτημα αυτό σε μία ευρύτερη κλίμακα.
Στο Σικάγο, το 1886, η Μαύρη Διεθνής και το Κεντρικό Εργατικό Συνδικάτο είναι οι πιο δραστήριες οργανώσεις και έχουν αποσπάσει την πλειοψηφία μέσα στην οργανωμένη εκστρατεία για το οχτάωρο. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι την Κυριακή, πριν την Πρωτομαγιάτικη απεργία που είχε αποφασιστεί από πολλά συνδικάτα, οργανώθηκε μια διαδήλωση για το οχτάωρο, με ομιλητές τους Πάρσονς, Σπάις, Φήλντεν και Σουώμπ, στην οποία πήραν μέρος 25.000 άτομα.
Όλο αυτό το διάστημα της προετοιμασίας της απεργίας, οι αναρχικοί μέσα από συζητήσεις ή από τα έντυπά τους δε σταμάτησαν ούτε στιγμή να καλούν τους εργάτες σε επιφυλακή για σύγκρουση με τις αρχές ασφαλείας. Για παράδειγμα, στο τελευταίο τεύχος του Συναγερμού, μία μόλις ημέρα πριν την απεργία, ο Τζέραρντ Λίζιους έγραφε: «Το μισθωτό σύστημα είναι η μόνη αιτία της μιζέριας του κόσμου. Το στηρίζουν οι εύπορες τάξεις, και για να καταστραφεί πρέπει οι τάξεις αυτές είτε να μάθουν να δουλεύουν είτε να πεθάνουν. Μία λίβρα δυναμίτης είναι καλύτερη από ένα τσουβάλι ψηφοδέλτια! Διεκδικήστε οχτώ ώρες καθημερινής εργασίας με τα όπλα στο χέρι, για ν’ αντιμετωπίσετε τα σκυλιά των καπιταλιστών, την αστυνομία και το στρατό με τον κατάλληλο τρόπο». Από τη μεριά της η αστυνομία έκανε συνεχώς ανακοινώσεις για την πάταξη όσων θα προκαλούσαν βίαια επεισόδια και μαζί με τα ομοσπονδιακά στρατεύματα ετοιμαζόταν για κάθε ενδεχόμενο
Τα γεγονότα στο Χέιμαρκετ
Η απεργία ξεκίνησε στο Σικάγο την 1η Μαΐου, όπως είχε κανονιστεί, με τη συμμετοχή 45.000 εργατών, που μέσα στις επόμενες ημέρες έφτασαν τις 65.000, ενώ επιπλέον απεργούσαν χιλιάδες εργάτες στο Λέικ Σωρ, το Γουώμπας, το Μίλγουοκι, το Σαιντ Πωλ και άλλες πόλεις. «Σταμάτησαν να καπνίζουν οι ψηλές καμινάδες των εργοστασίων», έγραφε η εφημερίδα Labor Agitator του Σικάγου. Υπολογίζεται ότι πάνω από 300.000 εργάτες διαδήλωναν σ’ όλη τη χώρα.
Αντιμετωπίζοντας ένα τέτοιο μαζικό κίνημα, ο αρχηγός της αστυνομίας Έμπερσολντ κατάλαβε ότι η κατάσταση είναι δύσκολη και ζήτησε να βρίσκεται σ’ επιφυλακή ολόκληρη η δύναμη της αστυνομίας, η οποία ενισχυόταν από τους χαφιέδες του Πίνκερτον, από ιδιωτικούς αστυνομικούς καθώς και από κάποιους που προέρχονταν από τη μεγάλη Στρατιά του Πότομακ. Παρόλες όμως τις πολεμικές προετοιμασίες, το Σάββατο της 1η Μαΐου κύλησε ειρηνικά. Η πόλη είχε γιορτινή εμφάνιση με τα εκατοντάδες εργοστάσια κλειστά και τους χιλιάδες απεργούς να περιδιαβαίνουν τους δρόμους οικογενειακά. Έγιναν πορείες, μαζικές συγκεντρώσεις και ακούστηκαν λόγοι στα Πολωνικά, τα Γερμανικά, τ’ Αγγλικά και τη Βοημική διάλεκτο.
Αντιμέτωποι με μία απεργία που παρουσίαζε απρόβλεπτη δύναμη και διάθεση αλληλεγγύης, οι μεγάλοι επιχειρηματίες και βιομήχανοι συνασπίστηκαν για να τη συντρίψουν. Στις 27 Απριλίου ιδρύθηκε ο Σύνδεσμος Βιομηχάνων Υποδηματοποιίας, στον οποίον συμμετείχαν 60 βιομήχανοι αυτοπροσώπως και 160 με γραπτή δήλωσή τους. Ο Σύνδεσμος αποσκοπούσε , στο συντονισμό της δράσης των εκμεταλλευτών. Οι διευθύνσεις στα μεγαλύτερα χυτήρια σιδήρου, χάλυβα και μπρούτζου διακήρυξαν ότι θ’ αντιτάσσονταν στο αίτημα για την καθιέρωση του οχτάωρου.
Το πρωί της Πρωτομαγιάς συνεδρίασαν οι εκπρόσωποι των μεγάλων πλανιστηρίων για ν’ αποφασίσουν με ποιο τρόπο θα αντιδράσουν ενάντια στους απεργούς. Το ίδιο βράδυ πήραν μέρος σ’ αυτή τη συνεδρίαση και οι ξυλέμποροι και οι εταιρείες συσκευασιών. Παρόλα αυτά, η εξάπλωση της απεργίας ήταν τρομακτική. Το ποτάμι κοντά στην Ξυλεμπορική Αγορά είχε πλημμυρίσει από παρατημένη ξυλεία, ενώ έρχονταν 300 μαούνες γεμάτες φορτίο σε εκδήλωση συμπαράστασης. Οι οικοδομικές εργασίες, που εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε άνθηση, ξαφνικά παρέλυσαν. Τα μεγάλα χυτήρια μετάλλων και οι μεταφορικοί σταθμοί τέθηκαν εκτός λειτουργίας.
Οι ταραχές βασικά ξεκίνησαν το απόγευμα της Δευτέρας στο εργοστάσιο MeCormick Raper Works. Η αντιδικία ανάμεσα στον εργοσταρχιάρχη και τους εργάτες χρονολογείται από τα μέσα Φεβρουάριου, όταν η επιχείρηση απέλυσε 1.400 εργάτες που ζητούσαν να σταματήσει η δίωξη ορισμένων συναδέρφων τους’που είχαν απεργήσει παλιότερα. Για τους επόμενους δύο μήνες οι εργάτες βρίσκονταν στο στόχαστρο της αστυνομικής τρομοκρατίας και των απεργοσπαστών.
Η αστυνομία εξαπέλυσε λοιπόν την επίθεσή της, το απόγευμα της Δευτέρας της 3ης Μαΐου, στο εργοστάσιο Me Cormick Raper Works. Εκείνο το απόγευμα 6.000 απεργοί ξυλεργάτες συγκεντρώθηκαν κοντά στο Μαύρο Μονοπάτι, ένα μίλι βόρεια απ’ το εργοστάσιο, με σκοπό τη δημιουργία μίας επιτροπής που θα στελνόταν στους εμπόρους ξυλείας. Ενώ ο Σπάις μιλούσε στη συγκέντρωση, μία ομάδα 200 περίπου ατόμων αποσπάστηκε αυθόρμητα από το πλήθος, έκανε πορεία προς το εργοστάσιο και επιτέθηκε στους απεργοσπάστες που εκείνη τη στιγμή έφευγαν για τα σπίτια τους. Μέσα σε λίγα λεπτά, πάνω από 200 αστυνομικοί έφτασαν εκεί και άρχισαν να χτυπούν τους απεργούς. Στο μεταξύ, ο Σπάις και οι συγκεντρωμένοι απεργοί, βλέποντας τα περιπολικά και ακούγοντας πυροβολισμούς, ξεκίνησαν για το εργοστάσιο. Στο δρόμο βρέθηκαν αντιμέτωποι με την αστυνομία που πυροβολούσε ανεξέλεγκτα τους απεργούς, από τους οποίους υπήρξαν, τελικά, αρκετοί νεκροί και πολλοί τραυματίες.
Ο Σπάις, αγανακτισμένος από τις αγριότητες της αστυνομίας, έφυγε βιαστικά για το τυπογραφείο της εφημερίδας Arbeiter Zeitung, απ’ όπου κυκλοφόρησε την ακόλουθη προκήρυξη στ’ αγγλικά και τα γερμανικά:
«Εκδικηθείτε! Εργάτες, στα όπλα! Τα αφεντικά εξαπέλυσαν τα λαγωνικά τους -την αστυνομία- και δολοφόνησαν έξι από τα αδέλφια σας, σήμερα το απόγευμα στη φάμπρικα του Μακ Κόρμικ. Σκότωσαν τ’ άμοιρα αδέλφια σας, γιατί όπως κι εσείς είχαν το κουράγιο να μην υπακούσουν στην ανώτατη θέληση των αφεντικών σας. Τους σκότωσαν, γιατί τόλμησαν ν’ απαιτήσουν τη μείωση των ωρών σκλαβιάς.
Τους σκότωσαν για ν’ αποδείξουν σ’ εσάς τους «Ελεύθερους Αμερικάνους Πολίτες» ότι πρέπει να είσαστε ικανοποιημένοι με οτιδήποτε αποφασίσουν, αλλιώς θα πεθάνετε! Εδώ και χρόνια υφίστασθε τις πιο χυδαίες ταπεινώσεις, εδώ και χρόνια υποφέρετε αμέτρητα πλήγματα, αμέτρητες αδικίες, εργαζόσαστε μέχρι αναισθησίας, υποφέρετε από τους πόνους της ένδειας και της πείνας, τα παιδιά σας τα θυσιάσατε στον αφέντη της φάμπρικας.
Με λίγα λόγια όλα αυτά τα χρόνια ήσασταν δυστυχισμένοι και υπάκουοι σκλάβοι. Γιατί; Για να ικανοποιήσετε την αδηφάγα φάρα, για να γεμίσετε τα χρηματοκιβώτια του κοπρίτη, κλέφτη αφέντη σας; Όταν τώρα του ζητάτε να ελαφρύνει το φορτίο σας, στέλνει τα λαγωνικά τον για να σας πυροβολήσουν, να σας σκοτώσουν! Αν είσαστε άντρες, αν είσαστε τέκνα των πατεράδων σας που έχυσαν το αίμα τους για να σας ελευθερώσουν, τότε θα σηκώσετε το ανάστημά σας, θα δείξετε τη δύναμή σας και θα καταστρέψετε το απαίσιο τέρας που θέλει να σας καταστρέψει. Στα όπλα, σας καλούμε στα όπλα!
Τα αδέρφια σας»
Το πρωί της Τρίτης της 4ης Μαϊου ο Άντολφ Φίσερ κυκλοφόρησε ένα δίγλωσσο φυλλάδιο με το οποίο καλούσε κι αυτός σε συγκέντρωση στην πλατεία Χέιμαρκετ. Το ίδιο πρωΐ, επίσης, ξεκίνησαν νέα επεισόδια. Η αστυνομία επιτέθηκε σε 3.000 απεργούς κοντά στην 35η οδό. Οι επιθέσεις κατά των συγκεντρωμένων απεργών συνεχίστηκαν και το απόγευμα, ειδικά στη νοτιοδυτική πλευρά της πόλης. Ο δήμαρχος Χάρισον τελικά έδωσε την άδεια για μαζική συγκέντρωση το απόγευμα στο Χέιμαρκετ. Μέχρι τις 9 η ώρα είχαν μαζευτεί γύρω στις 3.000 άτομα, ανάμεσά τους και ο δήμαρχος Χάρισον ως θεατής για να διαπιστώσει τον ειρηνικό χαρακτήρα της συγκέντρωσης, για τον οποίο είχε συμφωνήσει με επιτροπή απεργών. Η συγκέντρωση ήταν πολύ ήσυχη.
Ο Σπάις μίλησε στους απεργούς από ένα αμάξι μπροστά στο εργοστάσιο των Κρέιν. Ύστερα μίλησε ο Πάρσονς που περιορίστηκε στο θέμα του οχτάωρου. Ύστερα μίλησε ο Φήλντεν. Γύρω στις 10 η ώρα μία δυνατή καταιγίδα άρχισε να διαλύει τη συγκέντρωση, ενώ εκείνη την ώρα ο Σπάις και ο Πάρσονς είχαν φύγει. Ο μόνος ομιλητής τώρα ήταν ο Φήλντεν και απευθυνόταν στο λιγοστό πλήθος που είχε μείνει εκεί. Ο δήμαρχος Χάρισον, κρίνοντας ότι η συγκέντρωση είχε κιόλας τελειώσει, έφυγε λίγο μετά τις 10 η ώρα για να ενημερώσει το αστυνομικό τμήμα της οδού Ντεπλαίην, που βρισκόταν σε απόσταση μισού χιλιομέτρου από τη συγκέντρωση.
Καθώς εκείνη την ώρα το πλήθος άρχισε να διαλύεται, ένα μεγάλο βοηθητικό σώμα στρατού από 180 αστυνομικούς παρουσιάστηκε, με επικεφαλής το διαβόητο για τις κτηνωδίες του επιθεωρητή της αστυνομίας Τζων Μπόνφηλντ. Η ενέργεια αυτή δεν είχε κανένα νόημα πέρα από το ότι η αστυνομία ήθελε να οξύνει πάλι την κατάσταση. Οι αστυνομικοί κρατήθηκαν σε κάποια απόσταση από το αμάξι των ομιλητών και κάποιος λοχαγός ονόματι Γουώρντ διέταξε τους συγκεντρωθέντες να φύγουν γρήγορα από το χώρο της πλατείας. Ο Φήλντεν του φώναξε ότι η συγκέντρωση ήταν ειρηνική.
Καθώς ο Γουώρντ στράφηκε για να δώσει διαταγή στους άντρες του να επιτεθούν, μια βόμβα εκτοξεύτηκε πίσω από το αμάξι των ομιλητών. Η έκρηξη έγινε εκεί που στέκονταν οι αστυνομικοί και τραυμάτισε 66, εκ των οποίων οι 7 πέθαναν αργότερα. Η αστυνομία άρχισε αμέσως να πυροβολεί υστερικά το πλήθος, σκοτώνοντας κάποιους απεργούς και τραυματίζοντας διακόσιους περίπου. Δημιουργήθηκε μεγάλος πανικός και τα φαρμακεία γέμισαν τραυματίες. Ο Μ. ΤΖ. Ντήγκαν ήταν ο μόνος αστυνομικός που βρέθηκε νεκρός στην πλατεία όταν αυτή άδειασε από τους συγκεντρωμένους εργάτες.
Μόνον τέσσερις από τους δολοφονηθέντες εργάτες αναφέρθηκαν ως νεκροί από τις επίσημες κρατικές αρχές λόγω των πυρών της αστυνομίας στο Χέιμαρκετ: οι τσαγκάρηδες Εμίλ Λατζ και Ματίας Λιούις, ο ράπτης Τσάρλς Σουμάχερ κι ο Καρλ Σιέστερ. Αλλά ο πραγματικός αριθμός των σκοτωμένων εργατών ήταν μεγαλύτερος. Εργατικές οργανώσεις ανέφεραν ότι νεκροί ήταν επίσης οι Ρέινολντ Κρούγκερ, Φρανκ Λιούις, Πήτερ Λέι, Τζων Έντλουντ και Φρανκ Ροκχ. ’Υπήρξαν βέβαια κι εκείνοι που τραυματίστηκαν βαριά κατά τη διάρκεια της επίθεσης της αστυνομίας, για να πεθάνουν μετά από λίγο, χωρίς όμως να αναγνωριστούν από τις κρατικές αρχές ως δολοφονηθέντες.
Πάνω από 20 αστυνομικοί τραυματίες που ανάρρωσαν μετά τα επεισόδια, διαπιστώθηκε ότι είχαν τραυματιστεί από σφαίρες κι όχι από την έκρηξη της βόμβας. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι καμία εφημερίδα δεν ανέφερε πυρά από τη μεριά των εργατών, αποδεικνύει ότι πολλοί αστυνομικοί τραυματίστηκαν ή και πέθαναν αργότερα στα νοσοκομεία από τα πυρά άλλων αστυνομικών. Όπως δήλωσαν αξιωματούχοι της αστυνομίας, οι παρευρισκόμενοι στο Χέιμαρκετ αστυνομικοί κατελήφθησαν από πανικό και πυροβολούσαν αδιάκριτα.
«Πυροβολείστε και σκοτώστε όσους μπορείτε!», φώναξε στους άνδρες του ο λοχαγός Τζέιμς Μπόουλερ. Μαζί τους πυροβολούσε κι ο ίδιος. Το ίδιο έκανε κι ο Μπόνφηλντ χρησιμοποιώντας το πιστόλι ενός τραυματία αστυνομικού. Ήταν τέτοιο το μένος τους που δε δίσταζαν να ξυλοκοπούν ακόμα και τραυματίες εργάτες.
Τα γεγονότα μαθεύτηκαν πολύ γρήγορα και υπήρξε μεγάλη αναστάτωση στους εργατικούς χώρους. Το πρωί, μετά την έκρηξη της βόμβας και τις δολοφονίες, ο επιθεωρητής Μπόνφηλντ έκανε την εξής ανακοίνωση: «Θα λάβουμε δραστικά μέτρα για τη σύλληψη των ηγετών της υπόθεσης αυτής. Η ενέργεια της χθεσινής νύχτας θα αποδείξει ότι η βομβιστική και δυναμιτιστική φρασεολογία τους δεν ήταν απλή πομφόλυγα… Η επίθεση εναντίον μας ήταν κτηνώδης και θρασύδειλη». Τα συντηρητικά και δεξιά κόμματα υπέδειξαν διάφορους ως ενόχους από το χώρο των αναρχικών, και η αριστερά έκανε λόγο για προβοκάτορες.
Πάντως, μέχρι σήμερα, ακόμη δεν έχει εξακριβωθεί ποιος έριξε τη βόμβα προς την αστυνομία. Το σημαντικό όμως στην όλη υπόθεση ήταν το κύμα τρομοκρατίας που ακολούθησε τα γεγονότα του Χέιμαρκετ.
Οι εφημερίδες, όχι μόνο στο Σικάγο αλλά και παντού, άρχισαν να σπέρνουν τον πανικό. Απαίτησαν την εκτέλεση όλων των ανατρεπτικών στοιχείων. Μέσα σε λίγες ημέρες, η αστυνομία συνέλαβε τους γνωστούς αναρχικούς της πόλης, τον Σπάις, τον Φήλντεν, τον Σουώμπ, τον Φίσερ, τον’Ενγκελ, τον Λινγκ, τον Νημπ και άλλους, ακόμη και τους 25 τυπογράφους της εφημερίδας Arbeiter Zeitung. Ο μόνος που διέφυγε ήταν ο Πάρσονς. Κανείς δεν προέβαλε αντίσταση κατά τη διάρκεια της σύλληψής του, εκτός του Λινγκ. Ο Λινγκ δεν ήταν παρών στα γεγονότα του Χέιμαρκετ. Εκείνη την ημέρα μαζί με τον σύντροφό του Σέλιτζερ κατασκεύαζαν βόμβες.
Στις 6 Μαΐου, η αστυνομία κάνοντας έφοδο στο σπίτι του Σέλιτζερ ανακάλυψε μία βόμβα, ένα πιστόλι και αναρχικά έντυπα που ανήκαν στον Λινγκ. Στο μεταξύ, ο Λινγκ είχε βρει καταφύγιο σ’ ένα μικρό σπίτι και είχε αλλάξει αμφίεση για να μην τον αναγνωρίσουν. Στις 14 Μαΐου, ο αστυνομικός Σουέτλερ εντόπισε την κρυψώνα του και εισβάλοντας μέσα τον βρήκε να γράφει ένα κείμενο. Ο Λινγκ προσπάθησε να τον πυροβολήσει, αλλά απέτυχε και συνεπλάκησαν άγρια. Ο Λινγκ είχε καθηλώσει και θα έπνιγε τον Σουέτλερ, αν η σπιτονοικοκυρά δεν έβαζε τις φωνές κάνοντας το βοηθό του αστυνομικού να μπει στο σπίτι και να χτυπήσει τον Λινγκ στο κεφάλι αφήνοντάς τον αναίσθητο.
Όταν ανακοινώθηκε ο θάνατος του αστυνομικού Μ. Τζ. Ντήγκαν από τη βόμβα στο Χέιμαρκετ, οι εφημερίδες απαιτούσαν κραυγαλέα βιαστικές δίκες στο κακουργοδικείο. Οι τίτλοι τους ήταν: «Αιμοδιψή Κτήνη», «Ερυθροί Ταραξίες», «Ερυθροί Αγκιτάτορες», «Κατασκευαστές Βομβών», «Αναρχικοί Δυναμιτιστές», «Αιμοδιψή Τέρατα», «Βομβολάτρες”, και άλλα τέτοια. Η εφημερίδα Chicago Tribune έγραφε στις 6 Μαΐου: «Τα φίδια αυτά τράφηκαν και αναζωογονήθηκαν με τη λιακάδα της ανοχής και πήραν θάρρος για να επιτεθούν ενάντια στην κοινωνία, το νόμο, την τάξη και την κυβέρνηση». Η Chicago Herald της ίδιας ημέρας έγραφε: «Ο όχλος που παρακινήθηκε από τον Σπάις και τον Φήλντεν σε δολοφονίες δεν αποτελείται από αμερικάνους. Είναι καθάρματα από την Ευρώπη που ζήτησαν καταφύγιο σ’αυτές τις ακτές για να καταχραστούν τη φιλοξενία μας και να περιφρονήσουν τις αρχές της χώρας».
Μία άλλη γνωστή περιγραφή των αναρχικών του 1886, που επίσης στηριζόταν στο ρατσισμό, ήταν κι αυτή: «… με μακριά μαλλιά και άγριο βλέμμα, άπλυτοι, άθεοι και ξένα αποβράσματα, που ποτέ τους δε δούλεψαν τίμια και που έχουν τρελαθεί από τα χρόνια της καταπίεσης πριν έρθουν στη χώρα της ελευθερίας και που ζηλεύουν παθολογικά τους πλούσιους για τα πλούτη τους Η εφημερίδα Chicago Interocean έγραφε: «Για μήνες, για χρόνια, αυτά τα μικροπρεπή υποκείμενα διαλαλούσαν τα στασιαστικά και επικίνδυνα δόγματά τους». Και η Chicago Journal στις 7 Μαΐου έγραφε: «Η Δικαιοσύνη θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή όταν θα περιλάβει τους κρατούμενους αναρχικούς. Οι νόμοι που αφορούν τη συνενοχή σε εγκλήματα είναι τόσο σαφείς ώστε οι δίκες δε θα πρέπει να διαρκέσουν πολύ».
Οι θέσεις επίσης πολλών εργατικών οργανώσεων μετά τα γεγονότα ήταν το ίδιο καταδικαστικές. Η Φιλελεύθερη Ένωση του Σικάγου, μέλη της οποίας ήταν ο Φήλντεν και άλλοι αναρχικοί, έσπευσε να διαχωρίσει τη θέση της από αυτούς και τους διέγραψε. Η Ένωση Τυπογράφων No 16 δεν αναγνώριζε τον Πάρσονς πλέον ως μέλος της και υιοθέτησε μια απόφαση καταγγελτική σε βάρος των αναρχικών προσφέροντας μάλιστα και 100 δολλάρια -υπέρογκο για τότε ποσό- σε όποιον έδινε πληροφορίες που θα βοηθούσαν στη σύλληψη του βομβιστή. Οι Ιππότες της Εργασίας κράτησαν κι αυτοί μια ανάλογη στάση. Η ηγεσία τους διέκοψε κάθε σχέση με τους αναρχικούς χαρακτηρίζοντάς τους μέσα από την εφημερίδα της οργάνωσης «δειλούς εγκληματίες, κλέφτες που γυρνούν τη χώρα σαν δολοφόνοι του μεσονυχτιού», και εξέφρασε την ελπίδα «οι Πάρσονς, Σπάις, Μοστ και ολόκληρη η συμμορία των παράνομων να εξαφανιστεί από προσώπου γης».
Η αστυνομία πήρε στα χέρια της τους καταλόγους συνδρομητών της εφημερίδας Arbeiter Zeitung και άρχισε μαζικές εφόδους. Στις αίθουσες συγκεντρώσεων, στα τυπογραφεία, στα σπίτια, γίνονταν διαρρήξεις και έρευνες• συνελάμβαναν και φυλάκιζαν οποιονδήποτε είχε έστω και ελάχιστη σχέση με το επαναστατικό κίνημα. Οι κρατούμενοι, όπως κατέθεσε η Λούσυ Πάρσονς στην εφημερίδα Labor Enquirer της 17ης Μαΐου, υφίσταντο μέσα στα κελιά μια εξευτελιστική μεταχείριση. Ξυλοκοπούνταν και περνούσαν «δοκιμασίες που πρέπει να τις δει κανείς για να τις πιστέψει». Η αστυνομία φρόντιζε οι επιδρομές της να έχουν αποτελέσματα: κάθε μέρα αποκαλύπτονταν πυρομαχικά, τουφέκια, πιστόλια, ξιφολόγχες, αναρχικά φυλλάδια, κόκκινες σημαίες, πανό, εγχειρίδια, βόμβες, ψεύτικες πόρτες για κρύπτες, υπόγειες γαλαρίες σκοποβολής και διάφορα άλλα που είχαν στην κατοχή τους αναρχικοί, τροφοδοτώντας ακόμα περισσότερο τα σενάρια για συνωμοσίες των αναρχικών που αποσκοπούσαν σε μαζικές δολοφονίες. Τα αστυνομικά μέτρα γίνονταν όλο και πιο σκληρά και η κατάλληλη ατμόσφαιρα για τη δίκη είχε προετοιμαστεί προσεκτικά.
– Οι δίκες και οι απαγχονισμοί
Στις 27 Μαΐου το κακουργοδικείο συνεδρίασε και περιέλαβε στο κατηγορητήριο για το φόνο του αστυνομικού Ματίας Τζ. Ντήγκαν, που είχε σκοτωθεί όπως έλεγαν απ’ τη βόμβα στο Χέιμαρκετ, τον Άλμπερτ Πάρσονς (ο μοναδικός ολικά ιθαγενής Αμερικανός), τον Αύγουστο Σπάις, τον Μάικλ Σουώμπ, τον Σάμουελ Φήλντεν, τον Τζωρτζ’ Ενγκελ, τον Άντολφ Φίσερ, τον Όσκαρ Νημπ και τον Λούις Λινγκ, οι οποίοι και προφυλακίστηκαν. Όλοι τους αποτελούσαν τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στο χώρο των αναρχικών του Σικάγου.
Η δίκη τους άρχισε στις 21 Ιουνίου στο δικαστήριο Κουκ Κάσσιντι και διήρκησε 2 μήνες. Στην αρχή της προανάκρισης, ο Πάρσονς, που είχε διαφύγει τη σύλληψη για 6 εβδομάδες, βάδισε μέσα στο δικαστήριο και παραδόθηκε για να δικαστεί μαζί με τους συντρόφους του. Ο τρόπος με τον οποίο διαλέχτηκαν οι ένορκοι δεν ήταν ο συνηθισμένος της τυχαίας κλήρωσης, αλλά αντίθετα από έναν κλητήρα διορισμένο από τον πολιτειακό εισαγγελέα Γ κ ρ ί ν ε λ.
Ένας επιχειρηματίας του Σικάγου, ο Ο. Σ. Φαίηβορ, στην ένορκη κατάθεσή του δήλωσε ότι ο κλητήρας του είχε πει μπροστά σε μάρτυρες: «Εγώ χειρίζομαι αυτήν την υπόθεση και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Τα άτομα αυτά θα κρεμαστούν σίγουρα. Διαλέγω αυτούς ακριβώς τους ενόρκους, γιατί οι κατηγορούμενοι θα τους απορρίψουν ασυζητητί και τελικά θα χάσουν τον καιρό τους και τις ενστάσεις τους. Θ’ αναγκαστούν να τους δεχτούν, απλώς γιατί τους θέλει ο δημόσιος κατήγορος».
Ένα άλλο γεγονός, που αποδεικνύει ότι η δίκη δεν ήταν ούτε κατά προσέγγιση δίκαιη, ήταν η προσπάθεια να στηριχτούν οι κατηγορίες σε ψευδομάρτυρες. Δύο υποτιθέμενοι αναρχικοί μηρύκασαν τα «επίσημα» στοιχεία, παρουσιάζοντας κάποια ιστορία για την ύπαρξη τρομοκρατικής συνωμοσίας, με κύριο στόχο την καταστροφή με δυναμίτη όλων των αστυνομικών τμημάτων της πόλης. Ένας άλλος μάρτυρας, ο Γκίλμερ, που αποδείχτηκε επαγγελματίας ψευδομάρτυρας, ορκίστηκε ότι είχε δει ένα αντικείμενο που έμοιαζε με βόμβα ανάμεσα στους Σπάις, Σουώμπ και Σνάουμπελτ και ότι είδε τον τελευταίο να ρίχνει τη βόμβα προς το σώμα των αστυνομικών. Επιπλέον, πολλοί αστυνομικοί προσπάθησαν ν’ αποδείξουν ότι ο Φήλντεν τους είχε πυροβολήσει πίσω από το αμάξι των ομιλητών.
Με την εξέλιξη της υπόθεσης οι 8 κατηγορούμενοι κατέληξαν να δικάζονται για τις ιδέες τους. Ο δικαστής Τζόζεφ Γκάρυ καθώς και ο δημόσιος κατήγορος Τζ. Γκρίνελ δέχθηκαν την άποψη ότι οι αναρχικοί στόχευαν σε δολοφονικές επιθέσεις κατά βιομηχάνων, επιχειρηματιών και κρατικών εκπροσώπων. Το δικαστήριο έτσι αποκάλυψε την προκατάληψή του σε βάρος των κατηγορουμένων. Η συνοπτική διαδικασία μπροστά στους ενόρκους άρχισε στις 11 Αυγούστου κι έληξε με την αγόρευση του πολιτειακού εισαγγελέα Τζ. Γκρίνελ: «Δικάζεται ο Νόμος. Δικάζεται η Αναρχία. Οι άνθρωποι διαλέχτηκαν από τους ενόρκους και θεωρήθηκαν ένοχοι, γιατί ήταν ηγέτες. Δεν είναι περισσότερο ένοχοι απ’ ό,τι οι χιλιάδες που τους ακολουθούν. Κύριοι ένορκοι καταδικάστε τους, κάντε τους παράδειγμα προς αποφυγήν. Κρεμάστε τους και θα σώσετε τους θεσμούς μας, την κοινωνία μας».
Στις 20 Αυγούστου, οι 8 αγωνιστές βρέθηκαν ένοχοι από το δικαστήριο, με βάση το σκεπτικό ότι η πολιτική τους προπαγάνδα υποκίνησε τη βία κι επηρέασε τον άγνωστο βομβιστή. Οι 7 καταδικάστηκαν σε θάνατο και ο Νημπ σε 15 χρόνια φυλακή. Η υπεράσπιση έκανε έφεση για νέα δίκη το Σεπτέμβριο, η οποία απορρίφθηκε, και έτσι οι καταδικασμένοι κλήθηκαν να απολογηθούν. Οι απολογίες τους ήταν λεπτομερειακές, κράτησαν 3 ημέρες και απευθύνονταν όχι μόνον προς το δικαστήριο, αλλά σε όλους όσους συμμετείχαν στο εργατικό κίνημα.Ύστερα από μια μεγάλη ανάλυση των απόψεών του, ο Σπάις κατέληξε: «Λοιπόν, αυτές είναι οι ιδέες μου. Αποτελούν μέρος τον εαυτού μου, δεν μπορώ να τις αποχωριστώ και δε θα το έκανα ακόμα κι αν μπορούσα. Κι αν νομίζετε ότι μπορείτε να συντρίψετε αυτές τις ιδέες που κερδίζουν έδαφος κάθε μέρα και περισσότερο, αν νομίζετε ότι μπορείτε να τις στείλετε στην κρεμάλα, αν επιβάλετε άλλη μια φόρα τη θανατική ποινή σε άτομα που τόλμησαν να πουν την αλήθεια -και σας προκαλώ να μας αποδείξετε σε ποιο σημείο είπαμε ψέματα-, σας λέω ότι αν ο θάνατος είναι η ποινή γιατί διακηρύχθηκε η αλήθεια, τότε θα πληρώσω το ακριβές τίμημα με περηφάνια και τόλμη! Φωνάξτε το δήμιό σας!»
Ο Τζωρτζ’Ενγκελ είπε: «Μισώ και πολεμάω όχι τον καπιταλιστή σαν άτομο, αλλά το σύστημα που του δίνει τα προνόμιά του. Η μεγαλύτερη επιθυμία μου θα ήταν να μπορέσουν ν’ αναγνωρίσουν οι εργάτες ποιοι είναι οι φίλοι και ποιοι οι εχθροί τους».
Ο Λινγκ, μόλις 21 ετών, είπε ξεκινώντας: «Επαναλαμβάνω ότι είμαι εχθρός της τάξης που επικρατεί σήμερα και επαναλαμβάνω ότι θα την πολεμήσω με όλες μου τις δυνάμεις, όσο μπορώ ακόμα και ανασαίνω… Σας απεχθάνομαι! Απεχθάνομαι την τάξη σας, τους νόμους σας, την εξουσία σας που στηρίζεται στη βία. Κρεμάστε με γι’ αυτό!»
Στις 2 Νοεμβρίου, η υπεράσπιση έκανε ξανά έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλινόις, ενώ μέσα στο μακρύ αυτό διάστημα άρχισε να αναπτύσσεται ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης σ’ όλη τη χώρα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1887, απορρίφθηκε η έφεση κι έτσι αποφασίστηκε η εκτέλεση των αγωνιστών για τις 11 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου. Αν και μέχρι τότε το κίνημα αλληλεγγύης απέσπασε τη συμμετοχή πολλών γνωστών πολιτικών προσώπων της Αμερικής και της Ευρώπης, η κατάσταση δεν άλλαξε.
Στο Σικάγο, άνθρωποι από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους δήλωναν των αλληλεγγύη τους στους κρατούμενους αναρχικούς. Πάνω από 40.000 πολίτες του Σικάγου υπέγραψαν κείμενα συμπαράστασης προς τους κρατούμενους, μεταξύ των οποίων και οι δικαστικοί Τάλεϊ, Μακ Αλιστερ, Μπέκερ, Μόραν, οι δικηγόροι Μπράουν, Αιερ, Γκάουντι και Γκρέγκορι, επιχειρηματίες όπως ο Μάβιν Χιούιτ, πρόεδρος των Σιδηροδρόμων του Σικάγου και των Βορειοδυτικών περιοχών, ο Λήμαν Γκέιτζ, προεδρεύων στην Πρώτη Εθνική Τράπεζα του Σικάγου, οι γερουσιαστές Ρίτσαρτ Μπέρκ και Άλσον Στρήτερ, κρατικοί αξιωματούχοι όπως ο Τσάρλς Ντίξον και ο Άλντερμαν Μάνιερ.
Έξω από το Σικάγο, υπήρξε ένα ανάλογο ρεύμα αλληλεγγύης από χιλιάδες πολίτες, ανάμεσα τους και πρόσωπα με κύρος στις τοπικές κοινωνίες όπως ο συγγραφέας Μόνκιουρ Κόνγουεϊ, βιογράφος του Ίόμας Πέην και του Καρλάιλ, ο ‘Γόμας Ντέβιντσον, συγγραφέας και φιλόσοφος, ο νεοϋρκέζος καθηγητής και ηγέτης του Ethical Culture Society Φέλιξ Άντλερ, ο υψηλά ιστάμενος στην ιεραρχία της εκκλησίας Τζέιμς Χάντινγκτον και ο ποιητής Τζων Γκρήνλιφ Γουίτιερ. Από πόλεις της Ευρώπης όπως η Ζυρίχη, η Μαδρίτη, το Παρίσι, το Λονδίνο, έφταναν μηνύματα συμπαράστασης στους κρατούμενους. Ιδιαίτερα από το Λονδίνο, υπήρξε εδιαφέρον από ένα μεγάλο αριθμό διανοουμένων και καλλιτεχνών. Σε γράμμα το οποίο εστάλη στις 2 Νοεμβρίου προς τον κυβερνήτη Όγκλεσμπυ υπέγραφαν ο Έντουαρντ Κάρπεντερ, ο Ουίλλιαμ Μόρρις, η Όλιβ Σράινερ, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, ο Ουώλτερ Κρέην, ο Ουίλλιαμ Ροσέτι, ο Χένρι Χίντμαν, ο Στέπνιακ, ο Ρίτσαρντ Χηθ, ο Κάνινχαμ Γκράχαμ και άλλοι, που ζητούσαν την άμεση ανάκληση της ποινής των αναρχικών του Σικάγου.
Στις 27 Οκτωβρίου του 1887, η υπεράσπιση έκανε νέα έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, η οποία απορρίφθηκε επίσης. Μία τελευταία έκκληση για μετατροπή των ποινών έγινε προς τον κυβερνήτη Ρίτσαρντ Τζ. Όγκλεσμπυ από τους Φήλντεν, Σουώμπ, Σπάις. Οι’Ενγκελ, Φίσερ και Λινγκ αρνήθηκαν την οποιαδήποτε συνδιαλλαγή. Ο Πάρσονς, αν και θα μπορούσε σχεδόν σίγουρα να μετατρέψει την ποινή λόγω της αμερικάνικης καταγωγής του, δεν το έκανε.
Στις 10 Νοεμβρίου, ο Λινγκ αυτοκτόνησε στο κελί του με δυναμίτη, που προμηθεύτηκε από κάποιον γνωστό του. Αργότερα, την ίδια μέρα, ο κυβερνήτης Όγκλεσμπυ μετέτρεψε την ποινή για τον Φήλντεν και τον Σουώμπ σε ισόβια κάθειρξη-
Στις 11 Νοεμβρίου του 1887, τη Μαύρη Παρασκευή, οι αρχές απαγόρευσαν στον οποιονδήποτε να επισκεφθεί τους κρατουμένους. Πριν το μεσημέρι, οι 4 αναρχικοί, αρνούμενοι τις υπηρεσίες ιερέα, κρεμάστηκαν στη φυλακή με την παρουσία 200 μαρτύρων. Με τις κουκούλες στα κεφάλια και τις θηλιές περασμένες στο λαιμό, άφησαν τα τελευταία τους λόγια. Ο Πάρσονς είπε: «Ω! άνθρωποι της Αμερικής, θα μου δώσετε την άδεια να μιλήσω; Αφήστε με να μιλήσω, σερίφη Μαίητσον. Αφήστε ν’ ακουστεί η φωνή του λαού!” Ο Ένγκελ φώναξε: «Ζήτω η Αναρχία» και ο Φίσερ: «Αυτή είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου». Ο Σπάις έλεγε: «Θάρθει μία εποχή που η σιωπή θα είναι πιο ισχυρή από τις φωνές που στραγγαλίζετε σήμερα». Στις 13 Νοεμβρίου, οι αγωνιστές θάφτηκαν στο νεκροταφείο Βόλντχαϊμ. Τη νεκρική πομπή ακολούθησαν 200.000 άτομα στους γύρω δρόμους
Πηγή
1886 Σικάγο Ιστορία της εργατικής Πρωτομαγιάς Δεύτερη έκδοση Ομάδα για την Αλληλεγγύη και την Αυτονομία Εκδόσεις Άρδην
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου